1. Πάπαρι: Ο τόπος και οι άνθρωποι
Το Πάπαρι είναι ένα μικρό χωριό, που βρίσκεται 30 περίπου χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Τρίπολης κοντά τόσο στον παλιό, όσο και στον νέο οδικό άξονα, που συνδέει την Τρίπολη με την Μεγαλόπολη και την Καλαμάτα.
Στην ίδια περίπου θέση βρισκόταν ο προϊστορικός οικισμός του Ορεσθασίου, τον οποίο, σύμφωνα με τον μύθο, είχε ιδρύσει ο εγγονός του Πελασγού και γιος του Λυκάονα Ορεσθέας.
Κατά την αρχαιότητα ο οικισμός αναφέρεται από τους αρχαίους συγγραφείς Ηρόδοτο, Θουκυδίδη και Ξενοφώντα, ενώ τον 2ο αιώνα μετά Χριστόν ο περιηγητής Παυσανίας διαπιστώνει την τέλεια παρακμή του Ορεσθασίου.
Από τότε και για περίπου 1500 χρόνια δεν υπάρχουν πληροφορίες για το Ορεσθάσιο. Κατά την περίοδο, όμως, της β’ Ενετοκρατίας (1685-1715) εμφανίζεται να κατοικεί στην περιοχή ο Ιερέας Νικόλαος Πάπαρης, ο οποίος μαζί με την οικογένειά του φαίνεται να είναι οι πρώτοι οικιστές του νέου οικισμού, στον οποίο και δίνουν το όνομά τους.
Ο οικισμός, όμως, δεν φαίνεται να έχει δημιουργηθεί μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα, καθώς δεν αναφέρεται κατά την απογραφή του Ενετού Προνοητή του Μοριά Γριμάνι, που διενεργήθηκε το 1697. Αυτό πιθανόν να σήμαινε ότι είτε ο οικισμός ήταν μικρός και ίσως υπαγόταν σε κάποια γειτονική Κοινότητα, είτε δημιουργήθηκε λίγο αργότερα, πιθανώς στις αρχές του 18ου αιώνα.
Πάντως, κατά την διάρκεια του 18ου αιώνα ο οικισμός του Πάπαρι αναφέρεται κατ’ επανάληψη από τους ξένους περιηγητές στην Ελλάδα. Σημαντικό γεγονός, που συμβαίνει κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας στο χωριό, είναι η ανέγερση του Ναού του Αγίου Νικολάου, ο οποίος και αποτέλεσε, και συνεχίζει μέχρι σήμερα να είναι το επίκεντρο της πνευματικής και κοινωνικής ζωής του χωριού.
Ο Ναός οικοδομήθηκε σε χώρο, όπου προϋπήρχε άλλος παλαιότερος Ναός, ο οποίος λόγω της παλαιότητάς του κατερειπώθηκε. Ο Ναός φαίνεται να οικοδομείται μεταξύ των ετών 1806-1809, όπως προκύπτει από δύο στοιχεία. Το πρώτο είναι μια αναγραφή στη μικρή πορτούλα του ιερού Βήματος του Ναού, όπου μέχρι πρότινος διακρίνονταν σκαλισμένο το έτος 1806 και τα γράμματα ΙΟΥΛ. Αυτό το σκάλισμα πιθανόν να μας πληροφορεί για τον χρόνο έναρξης της ανέγερσης του Ναού, δηλαδή τον Ιούλιο του 1806.
Η δεύτερη και σημαντικότερη πληροφορία είναι η αναγραφή που βρίσκεται καταχωρημένη σε ένα παλαιό Ευαγγέλιο, το οποίο εκδόθηκε στην Βενετία το 1745 και όπου σημειώνονται τα εξής: «αωθ (1809) Τελιόθηκε ο Ναός του αη Νικόλα εφ Ηγεμόνος ΒΕΛΗ του Ηπιρότου».
Η ανέγερση, πάντως, του Ναού μας γεννά μια σειρά από ερωτήματα, τα οποία, προς το παρόν, είναι δύσκολο να απαντηθούν. Γνωρίζοντας ότι οι άδειες, που έδιναν οι Τούρκοι για την ανέγερση η την επισκευή Ναών, είχαν διάρκεια λίγων μόλις εβδομάδων, γιατί η ανέγερση του Ναού του Αγίου Νικολάου κράτησε τόσα χρόνια; Λόγω οικονομικών δυσκολιών η εξαιτίας άλλων γεγονότων; Έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι η άδεια για την ανέγερση του Ναού δόθηκε από τον προκάτοχο του Βελή πασά; Χρειάστηκε ανανέωση της άδειας ανέγερσης;
Τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης στο Πάπαρι η στην περιοχή γύρω από αυτό συμβαίνουν σημαντικά γεγονότα, τα οποία θα συμβάλλουν στην στερέωση και την συνέχιση της Επανάστασης στην περιοχή και την Πελοπόννησο.
Σε αυτόν εδώ τον χώρο θα γίνει η πρώτη σύναξη των Οπλαρχηγών, των Προκρίτων και των Αρχιερέων στις 6 Απριλίου 1821, Μεγάλη Τετάρτη, και εδώ θα γίνει η σύσταση του πρώτου ελληνικού στρατοπέδου, υπό την αρχηγία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Το γεγονός της συστάσεως οργανωμένου στρατοπέδου στο Πάπαρι μπορεί με την πρώτη ματιά να φαίνεται ως κάτι απλό και εύκολο. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι ένα σημαντικό γεγονός ξεχωριστής σημασίας, αν ληφθούν υπόψη οι συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η δημιουργία του.
Το στρατόπεδο παίζει σημαντικό ρόλο στις πρώτες φάσεις της πολιορκίας της Τριπολιτσάς και, σύμφωνα με τον Τάσο Γριτσόπουλο, είναι αυτό που μεταφέρεται και δημιουργεί το στρατόπεδο του Βαλτετσίου. Κοντά στο στρατόπεδο του Πάπαρι, στη γειτονική Μονή του Αγίου Νικολάου Καλτεζών, θα πραγματοποιηθεί στις 26 Μαΐου 1821 η Συνέλευση της Πελοποννησιακής Γερουσίας, όπου οι Πρόκριτοι και οι Αρχιερείς της Πελοποννήσου, που δεν είχαν συλληφθεί από τους Τούρκους και φυλακιστεί στην Τρίπολη, προσπάθησαν να οργανώσουν και να συντονίσουν τον Αγώνα μέχρι την κατάληψη της Τριπολιτσάς.
Ταυτόχρονα, οι κάτοικοι του Πάπαρι θα στρατευθούν και αυτοί στον Αγώνα. Γνωστοί Παπαραίοι αγωνιστές, που έλαβαν μέρος στην Επανάσταση, ήσαν οι: Αρμούτας Ν., Κουπαρίτζας Γ., Λαγάκης Ευστ., Πέτσας Σπύρος, Τζανάκης Κ., Τσαμπούκας η Αργιτόγιαννης Ιωάννης,
Το χωριό, όπως και ολόκληρη η γύρω περιοχή, θα πάθει μεγάλες καταστροφές το 1825 από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ, με αποκορύφωμα την καταστροφή της κοντινής στο χωριό Μονής του Αγίου Νικολάου Καλτεζών.
Το 1834 το Πάπαρι γίνεται έδρα του Δήμου Ορεστασίου, ο οποίος είχε 724 κατοίκους και συμπεριλάμβανε τα χωριά Πάπαρι με 222 κατοίκους, Μαυρογιάννη με 29 κατοίκους, Κουτρομπούχλια η Κουτρουμπούκι με 144 κατοίκους, Μαρμαριά με 93 κατοίκους, Κεραστάρι με 147 κατοίκους, Μανιάτι με 89 κατοίκους, Αλύκα (Αθήναιο) και Παληόχουνη.
Το 1841, όμως, ο Δήμος Ορεστασίου μαζί με τον Δήμο Ασέας καταργήθηκαν και συγχωνεύθηκαν με τον γειτονικό Δήμο του Βαλτετσίου, ο οποίος ύστερα από αυτή την συγχώνευση κατατάχθηκε στην Β’ τάξη με έδρα το Κανδρέβα (Ασέα).
Από τα στοιχεία που προκύπτουν από τις διάφορες απογραφές, το Πάπαρι φαίνεται να αναπτύσσεται αργά, αλλά σταθερά. Στην απογραφή του 1879 το Πάπαρι έχει 251 κατοίκους (156 άρρενες και 95 θήλεις). Στην απογραφή, όμως, του 1889 το Πάπαρι διπλασιάζει σχεδόν τον πληθυσμό του, φτάνοντας τους 489 κατοίκους (242 άρρενες και 247 θήλεις), ενώ το 1896 θα φτάσει τους 548 κατοίκους (274 άρρενες, 274 θήλεις). Η μετανάστευση, όμως, για το εξωτερικό, και ιδίως για τις Η.Π.Α., θα επηρεάσει και το Πάπαρι, το οποίο στην απογραφή του 1907 θα εμφανίσει μείωση πληθυσμού με 473 κατοίκους (217 άρρενες και 256 θήλεις).
Αυτή η ανάπτυξη υπογραμμίζεται και από το γεγονός ότι για να καλυφθούν οι στοιχειώδεις εκπαιδευτικές ανάγκες του χωριού, ιδρύθηκε το 1906 στο Πάπαρι μονοθέσιο Δημοτικό Σχολείο. Το Σχολείο αρχικά λειτούργησε σε διάφορα ιδιωτικά οικήματα, έως ότου, με χρηματοδότηση ομογενών από τις Η.Π.Α., αναγέρθηκε διδακτήριο, στο οποίο στεγάστηκε το Σχολείο μέχρι την κατάργησή του.
Ως Κοινότητα του Δήμου Βαλτετσίου, το Πάπαρι θα παραμείνει μέχρι το 1912, όταν μετά την μεταρρύθμιση στην τοπική αυτοδιοίκηση και την ψήφιση του νόμου ΔΝΖ (4057)/1912, με τον οποίο δημιουργήθηκαν Δήμοι και Κοινότητες, αποτέλεσε ξεχωριστή Κοινότητα με 473 κατοίκους.
Στην απογραφή του 1920 το Πάπαρι εμφανίζεται να έχει πληθυσμό 430 κατοίκους. Λόγω, όμως, της σύνδεσής του με την γειτονική Μαρμαριά, η οποία είχε πληθυσμό 104 κατοίκους, η Κοινότητα εμφανίζει συνολικό πληθυσμό 534 κατοίκων.
Το 1928 το Πάπαρι εμφανίζει να έχει σημαντική αύξηση στον πληθυσμό, καθώς φτάνει τους 480 κατοίκους. Πληθυσμιακή αύξηση παρουσιάζει και η Μαρμαριά, η οποία φτάνει τους 124 κατοίκους, ώστε η Κοινότητα να παρουσιάζει συνολικό πληθυσμό 604 κατοίκων.
Στην απογραφή του 1940, που πραγματοποιήθηκε στις 16 Οκτωβρίου, δύο μόλις εβδομάδες πριν την 28η Οκτωβρίου, το Πάπαρι εμφανίζει πληθυσμιακή αύξηση άνω του 15%, φτάνοντας τους 553 κατοίκους, οι οποίοι με τους 123 κατοίκους της Μαρμαριάς εμφανίζουν συνολικό πληθυσμό της Κοινότητας 676 κατοίκων.
Οι κάτοικοι του Πάπαρι συμμετέχουν σε όλους τους εθνικούς αγώνες και οι θυσίες της μικρής Κοινότητας σε αίμα και ανθρώπινες ζωές δεν είναι λίγες. Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους χύνει το αίμα του για την Ελλάδα ο Ιωάννης Μπόγρης. Στη Μικρασιατική Εκστρατεία σκοτώνονται οι Γεώργιος Κ. Κουπαρίτσας, Ιωάννης Αθ. Κουπαρίτσας και Γεώργιος Πουρνάρας. Τέλος, κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 το Πάπαρι θρηνεί τον Χρήστο Παπαδόπουλο, ενώ κατά την Κατοχή εκτελούνται από τους Γερμανούς τον Ιούνιο του 1944 οι Κωνσταντίνος Τρίκολας και Φώτιος Τζιμόγιαννης.
Παρά την Κατοχή και τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν, το Πάπαρι συνεχίζει να παρουσιάζει πληθυσμιακή αύξηση, ώστε στην απογραφή του 1951 φτάνει τους 567 κατοίκους. Μαζί με τους 133 κατοίκους της Μαρμαριάς η Κοινότητα παρουσιάζει τον σημαντικό πληθυσμό των 700 κατοίκων. Είναι το υψηλότερο σημείο, που φτάνει το Πάπαρι πληθυσμιακά τους τελευταίους δυό αιώνες.
Κατά την δεκαετία του 1950, όμως, το Πάπαρι αρχίζει να φθίνει πληθυσμιακά. Στην απογραφή του 1961 εμφανίζει πληθυσμό 454 κατοίκων, οι οποίοι, μαζί με τους 119 κατοίκους της Μαρμαριάς, περιορίζει το συνολικό αριθμό των κατοίκων της Κοινότητας στους 573 κατοίκους.
Τα επόμενα χρόνια η πληθυσμιακή πτώση είναι ραγδαία και, καθώς η Μαρμαριά αποσπάται από το Πάπαρι και συγκροτεί αυτόνομη Κοινότητα. Στην απογραφή του 1971 στο Πάπαρι θα απογραφούν 310 κάτοικοι, ενώ το 1981 η πτώση θα συνεχιστεί με την απογραφή 261 κατοίκων.
Η ίδια εικόνα θα παρουσιαστεί και στην απογραφή του 1991, όταν θα απογραφούν στο Πάπαρι 232 κάτοικοι, ενώ το 2001 θα φτάσει στο χαμηλότερο πληθυσμιακό σημείο από το 1879 και μετά, όταν θα απογραφούν σε αυτό μόλις 192 κάτοικοι.
Μετά την ψήφιση του νόμου «Καποδίστρια» το 1997 η Κοινότητα Πάπαρι καταργήθηκε την 31-12-1998 και αποτέλεσε Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Βαλτετσίου από την 1-1-1999 έως την 31-12-2010. Από την 1-1-2011 και μετά την εφαρμογή του σχεδίου «Καλλικράτης» το Πάπαρι είναι τοπική Κοινότητα του νέου, διευρυμένου Δήμου Τρίπολης.
Οι κάτοικοι του Πάπαρι είναι φιλήσυχοι αλλά και περήφανοι. Εργατικοί και εύστροφοι. Η κύρια ασχολία τους, τουλάχιστον τα παλαιότερα χρόνια, ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία. Ο τόπος, όμως, ήταν φτωχός και η γη λιγοστή. Καθ’ όλη την διάρκεια του 19ου αιώνα και μέχρι τα μέσα του 20ου οι κάτοικοι του Πάπαρι και των γύρω χωριών ταλαιπωρούνταν από το έλος, που βρισκόταν στην περιοχή και το οποίο προκαλούσε πολλά προβλήματα, είτε με τις πλημμύρες του, είτε με τα κουνούπια, που μετέδιδαν την ελονοσία. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ένα μεγάλο ποσοστό των κατοίκων των χωριών της περιοχής, που σε ορισμένες περιπτώσεις έφτανε το 80%, είχε προσβληθεί κάποια στιγμή της ζωής του από ελονοσία. Όταν, τελικά, τη δεκαετία του 1950 το έλος αποστραγγίστηκε, είχε αρχίσει η μετανάστευση των κατοίκων σε άλλες χώρες, η η μετακίνησή τους στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Δεν είναι, λοιπόν, υπερβολή να πούμε ότι το λιγοστό χώμα, που καλλιεργούσαν οι φτωχοί κάτοικοι του Πάπαρι, είναι ένα χώμα ποτισμένο με ιδρώτα πολύ και με αίμα. Ιδρώτα των ανθρώπων, που πάσχισαν να επιβιώσουν σ’ αυτά τα μέρη και που με κόπο το καλλιέργησαν, το αγάπησαν και που μετασχημάτισαν τους καρπούς, που δεν φύτρωναν εύκολα στο σκληρό βράχο, σε καρπούς του πνεύματος, της λεβεντιάς και της αντρειοσύνης.
Ταυτόχρονα, είναι και χώμα ποτισμένο με αίμα, όχι μόνο από τα χέρια και τα πόδια που πάλεψαν για να το καλλιεργήσουν, αλλά και απ’ της καρδιάς το αίμα, που το λάτρεψε και χύθηκε άφθονο για να ξεπλύνει τα βήματα όσων επιχείρησαν κατά καιρούς να το βεβηλώσουν και να το καθυποτάξουν. Απ’ αυτό το πολύτιμο λίπασμα ξεπετάχθηκαν σειρές ατελείωτες Αγίων, Μαρτύρων και μαχητών της Ορθοδοξίας και της Ελλάδας.
Πηγή: Λεύκωμα Γεωργίου Ζαχαρόπουλου, 2014.
2. Υψόμετρο και πληθυσμιακές αλλαγές τους τελευταίους δύο αιώνες.
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα της wikipedia το υψόμετρο του χωριού μας είναι 632 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Παρακάτω παραθέτουμε κάποια στατιστικά στοιχεία σχετικά με τον πληθυσμό του χωριού μας ανά τα χρόνια που πέρασαν.
Στην απογραφή του 1879 το Πάπαρι έχει 251 κατοίκους (156 άρρενες και 95 θήλεις). Στην απογραφή, όμως, του 1889 το Πάπαρι διπλασιάζει σχεδόν τον πληθυσμό του, φτάνοντας τους 489 κατοίκους (242 άρρενες και 247 θήλεις), ενώ το 1896 θα φτάσει τους 548 κατοίκους (274 άρρενες, 274 θήλεις). Η μετανάστευση, όμως, για το εξωτερικό, και ιδίως για τις Η.Π.Α., θα επηρεάσει και το Πάπαρι, το οποίο στην απογραφή του 1907 θα εμφανίσει μείωση πληθυσμού με 473 κατοίκους (217 άρρενες και 256 θήλεις).
Ως Κοινότητα του Δήμου Βαλτετσίου, το Πάπαρι θα παραμείνει μέχρι το 1912, όταν μετά την μεταρρύθμιση στην τοπική αυτοδιοίκηση και την ψήφιση του νόμου ΔΝΖ (4057)/1912, με τον οποίο δημιουργήθηκαν Δήμοι και Κοινότητες, αποτέλεσε ξεχωριστή Κοινότητα με 473 κατοίκους.
Στην απογραφή του 1920 το Πάπαρι εμφανίζεται να έχει πληθυσμό 430 κατοίκους. Λόγω, όμως, της σύνδεσής του με την γειτονική Μαρμαριά, η οποία είχε πληθυσμό 104 κατοίκους, η Κοινότητα εμφανίζει συνολικό πληθυσμό 534 κατοίκων.
Το 1928 το Πάπαρι εμφανίζει να έχει σημαντική αύξηση στον πληθυσμό, καθώς φτάνει τους 480 κατοίκους. Πληθυσμιακή αύξηση παρουσιάζει και η Μαρμαριά, η οποία φτάνει τους 124 κατοίκους, ώστε η Κοινότητα να παρουσιάζει συνολικό πληθυσμό 604 κατοίκων.
Στην απογραφή του 1940, που πραγματοποιήθηκε στις 16 Οκτωβρίου, δύο μόλις εβδομάδες πριν την 28η Οκτωβρίου, το Πάπαρι εμφανίζει πληθυσμιακή αύξηση άνω του 15%, φτάνοντας τους 553 κατοίκους, οι οποίοι με τους 123 κατοίκους της Μαρμαριάς εμφανίζουν συνολικό πληθυσμό της Κοινότητας 676 κατοίκων. Παρά την Κατοχή και τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν, το Πάπαρι συνεχίζει να παρουσιάζει πληθυσμιακή αύξηση, ώστε στην απογραφή του 1951 φτάνει τους 567 κατοίκους. Μαζί με τους 133 κατοίκους της Μαρμαριάς η Κοινότητα παρουσιάζει τον σημαντικό πληθυσμό των 700 κατοίκων. Είναι το υψηλότερο σημείο, που φτάνει το Πάπαρι πληθυσμιακά τους τελευταίους δυο αιώνες.
Κατά την δεκαετία του 1950, όμως, το Πάπαρι αρχίζει να φθίνει πληθυσμιακά. Στην απογραφή του 1961 εμφανίζει πληθυσμό 454 κατοίκων, οι οποίοι, μαζί με τους 119 κατοίκους της Μαρμαριάς, περιορίζει το συνολικό αριθμό των κατοίκων της Κοινότητας στους 573 κατοίκους.
Τα επόμενα χρόνια η πληθυσμιακή πτώση είναι ραγδαία και, καθώς η Μαρμαριά αποσπάται από το Πάπαρι και συγκροτεί αυτόνομη Κοινότητα. Στην απογραφή του 1971 στο Πάπαρι θα απογραφούν 310 κάτοικοι, ενώ το 1981 η πτώση θα συνεχιστεί με την απογραφή 261 κατοίκων.
Η ίδια εικόνα θα παρουσιαστεί και στην απογραφή του 1991, όταν θα απογραφούν στο Πάπαρι 232 κάτοικοι, ενώ το 2001 θα φτάσει στο χαμηλότερο πληθυσμιακό σημείο από το 1879 και μετά, όταν θα απογραφούν σε αυτό μόλις 192 κάτοικοι. Η μείωση του πληθυσμού του χωριού μας μειώθηκε, σύμφωνα με τα στατιστικά της απογραφής του 2011 σε μόλις 105 κατοίκους (μόνιμος πληθυσμός) και 142 (defacto πληθυσμός, παρόντες εκείνη την ημέρα στο χωριό).
3. Άρθρο από τη Βικιπαίδεια.
Ο Πάπαρης ή το Πάπαρι είναι χωριό του δήμου Τρίπολης της πρώην επαρχίας Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Συνορεύει βόρεια με το χωριό Αθήναιο, νότια με το Αναύριτο και Αγριακόνα, ανατολικά με το Κουτρουμπούχι και το Μανιάτη και δυτικά με το χωριό Μαρμαριά.
Στην Ελληνική Επανάσταση κατά των Τούρκων είναι γνωστή η σύναξη οπλαρχηγών με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την πορεία της εξέγερσης, στη βρύση του χωριού. Εκεί γίνεται κάθε χρόνο μια σχετική αναμνηστική γιορτή.
Στην Συνέλευση και στις αποφάσεις που πάρθηκαν στον Πάπαρη (η κατά τους ντόπιους "στου Πάπαρη") αφιερώνει χώρο ο Ασεάτης φιλόλογος Γεώργιος Καρβέλας στο πόνημα του "Αντίδωρο στην Αρκαδική γη". Στην σελίδα 152 γράφει χαρακτηριστικά:
Στις αρχές Απριλίου οι Τούρκοι βγήκαν από την Τριπολιτσά με πολύ στρατό και διάλυαν τους Έλληνες. Όλοι οι καπεταναίοι πρότειναν στον Κολοκοτρώνη να φύγουν προς το Λιοντάρι κι από εκεί προς την Μεσσηνία. Ο Κολοκοτρώνης δε δέχτηκε και έμεινε μόνος του, γιατί πίστευε, πως ο αγώνας έπρεπε να γίνει στην καρδιά του Μοριά , πως έπρεπε να παρθεί η Τρίπολη , πράγμα που θα εσήμαινε την επιτυχία της Επαναστάσεως. Δεν είχε ο αείμνηστος Γέρος του Μοριά άλλον τρόπο για να δείξει , ότι τα πράγματα επέβαλαν να γίνει ο αγώνας στα μέρη αυτά.Επήγε στην Πιάνα "γίναμε εννέα" λέγει "και με τ΄άλογό μου δέκα, ήμουν και χωρίς ντουφέκι. Σε τρεις μέρες έμασα 300 νομάτους κι΄έρριξα το ορδί μου στην Πιάνα". Όμως μια επίθεση Τουρκική με 4000 διάλυσε το στρατόπεδο της Πιάνας. Δεινή η κατάσταση. Ο Κολοκοτρώνης, ο Κανέλλος Δελληγιάννης, και Κ.Δημητρακόπουλος αυθημερόν από την Πιάνα βρέθηκαν στο χωριό του Δήμου Βαλτεστίου Πάπαρι, όπου ήλθαν κατά πρόσκληση του Κολοκοτρώνη οι καπεταναίοι και οπλαρχηγοί Μαυρομιχαλαίοι, Μουρτζίνος, Παπαφλέσσας, Αναγνωσταράς κ.λ.π. που είχαν το στρατόπεδο τους η Μαρμαριά. Ο Νικηταράς, που τις μέρες εκείνες κατά διαταγή του Κολοκοτρώνης βρίσκετο στη περιοχή του Φραγκόβρυσου, κτύπησε τους Τούρκους , σκότωσε αρκετούς, τους πήρε τα ζωντανά τους κι΄ανάγκασε τους άλλους να τραβηχτούν προς την Τρίπολη. Στο Πάπαρι ήλθαν την ημέρα εκείνη και τα παιδιά του Κολοκοτρώνη ο Πάνος και ο Ιωάννης, ο αργότερα Γενναίος.
Στην ιστορική συνέλευση του Πάπαρη, που είναι η πρώτη συνέλευση οπλαρχηγών της Επανάστασης, διαπιστώθηκε μεταξύ των οπλαρχηγών, το κρίσιμο του αγώνα και η δυσκολία της στρατολογίας και το ζήτημα της λιποταξίας. Για το λόγο αυτό, διορίστηκε ομοφώνως ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου, παρά την απουσία του στην μάχη της Καλαμάτα, παρακλήθηκε ο Πετρόμπεης να συγκεντρώσει όσους μπορούσε Μανιάτες και "να συναβή κατ΄εκείνα τα μέρη", στάλθηκε ο υιός του Κολοκοτρώνη Πάνος στα χωριά της Καρύταινας και να αναζητήσει αγωνιστές από την Πιάνα, το Χρυσοβίτσι και το Διάσελο ώστε να στρατοπεδεύσει νέο σώμα μαχητών, αποφασίστηκε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μαζί με τους άλλους οπλαρχηγούς να πάνε στο Βαλτέτσι και τέλος, ο Κανέλλος Δεληγιάννης μαζί με τον Ηλία Τσαλαφατινό και μερικούς άλλους Μανιάτες, να κατευθυνθεί στα Λαγκάδια της Αρκαδίας.
Σύμφωνα με την απόφαση της συνέλευσης, ο Κολοκοτρώνης περνώντας από τον Άλικα, το Κεραστάρι και τις Αραχαμίτες με τους άλλους οπλαρχηγούς έφθασε στο Βαλτέτσι κι έκανε εκεί στρατόπεδο, το οποίο στις 24 Απριλίου διαλύθηκε από μια επίθεση ισχυρή των Οθωμανών.
4. Η συνάντηση των οπλαρχηγών στο Πάπαρη μέσα από τα μάτια διάφορων ιστορικών και ηρώων της εποχής
α) Σπύρος Μελλάς στο βιβλίο του «Ο γέρος του Μωριά».
«Μετά το σκόρπισμα της Πιάνας και το ντουφεκίδι της Αλωνίσταινας ο Κολοκοτρώνης με το Δεληγιάννη, τον Τουρκοβασίλη και τους λίγους άνδρες που τους είχαν απομείνει περπατώντας όλη τη νύχτα ξημερώθηκαν στο Πάπαρι. Τι γύρευαν εκεί; Να φτιάξουν Στρατόπεδο. Γιατί αυτό είναι το μεγάλο γέλασμα που έχει πάθει ο Τούρκος. Χτυπάει εδώ, χτυπάει εκεί να διαλύσει τα επαναστατικά Στρατόπεδα των Ελλήνων και δεν ξέρει πως υπάρχει ένα Στρατόπεδο που δεν χτυπιέται και δεν σκορπίζεται κι’ αυτό είναι ο νους και η καρδιά του Κολοκοτρώνη. Έρχεται στο Πάπαρι στις 6 Απριλίου, είναι ΜεγάληΕβδομάδα και μάλιστα Μεγάλη Τετάρτη ο κόσμος νηστεύει, μα και οιαγωνιστές είναι τόσο πεινασμένοι που δεν μπορούν να σταθούν στα πόδια τους. Ο Κολοκοτρώνης μπαίνοντας στο χωριό πρωί πρωί καλείτον Ιερέα του χωριού, Κωνσταντίνον Παπαδόπουλον και δίδειεντολήν να σφάξουν τα αρνιά που έχουν για το Πάσχα να τα ψήσουν για να χορτάσουν την πείνα τους οι Κλέφτες. Έτσι και γίνεται και οπαπάς που ξέρει τη σημασία του αγώνα και την ανάγκη τωναγωνιστών δίδει την συγχώρηση για την κατάλυση της Νηστείας στην καρδιά της Μεγάλης Εβδομάδος, ξέρει να παραμερίζει τους τύπους μπροστά στην ανάγκη και καταλήγει ο Κολοκοτρώνης με ανακούφιση«και έφαγαν τα παλληκάρια και στηλωθήκαμε». Κοντά στις φωτιέςστην αυλή του σπιτιού του κουμπάρου του Παυλοπανάγου φωνάζει το γραμματικό του, το Ζαφειρόπουλο και του υπαγορεύει γράμματα στον Αναγνωσταρά, το Μούρτζινο, τον Παπαφλέσσα, τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, το Μαυρομιχάλη και τους γράφει· «Ζυγώστε στην Τριπολιτσά, ελάτε να με βρήτε στο Πάπαρι». Στο κάλεσμα του Κολοκοτρώνη έρχονται ο Κονδάκης με τους Αγιοπετρίτες και τους Δολιανίτες, ο Επίσκοπος Βρεσθένης και ο Μπαρμπιτσιώτης με τους Μπαρμπιτσιώτες και τους Αραχωβίτες, ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης με τους Μανιάτες του,ο Νικολόπουλος με τριακόσιους Μυστριώτες, οΠλαπούτας, ο Νικηταράς, ο Αρβάλης και ο Μπιλίδας καπεταναίοι της Τριπολιτσάς, οι Πετιμεζαίοι και άλλοι πολλοί και αυτό το μάζωμα στο Πάπαρι αποτελεί την απαρχή του σχεδίου του να συσταθεί βασικό Στρατόπεδο τρεις τέσσερες ώρες απόσταση από την Τριπολιτσά. Μέσα σ’ αυτό τον αναβρασμό του συγκεντρωμένου μεγάλου πλήθους των Κλεφτών ο Κολοκοτρώνης νιώθει χαρά γιατί πέτυχε να συστήσει αυτό το Στρατόπεδο στο Πάπαρι αλλά αισθάνεται και ανησυχία γιατί θέλει ενότητα στη διοίκηση και στην ενέργεια. Την ώρα αυτή της χαράς και της αγωνίας του Κολοκοτρώνη στο Πάπαρι, να που φθάνουν εκεί από τη Ζάκυνθο τα δύο παιδιά του Κολοκοτρώνη οΠάνος και ο Γιάννης αυτός που θα έπαιρνε σε λίγο μέσα στις φλόγες του πολέμου το δοξασμένο παρατσούκλι του Γενναίου. Τρομάζει να τα γνωρίσει τα λιονταράκια του. Καβάλλα φτάνουν τα παιδιά· είναι μαυρισμένα, μπαρουτοκαπνισμένα θα λέγαμε γιατί μόλις βγήκαν στηνΗλεία πιάσανε το ντουφέκι και το μάτωσαν στον αγώνα. Ο ένας μόλις μπορεί να πει κανείς είναι παλληκαράκι ενώ ο άλλος είναι ολότελαπαιδόπουλο. Ο Γέρος τ’ αγκαλιάζει τα φιλεί με δάκρυα και τα καμαρώνει. Για τράβα το γιαταγάνι βρε Γιάννη, λέει του μικρού ναιδώ αν σώνει το χέρι σου να το ξεθηκαρώσεις; και ο μικρός απαντάει· θα το ιδής πατέρα σαν πιάσουμε τον πόλεμο, και κοκκινίζει, ως τ’ αυτιά. Δέκα μέρες μονάχα φτάσανε στον Κολοκοτρώνη να φτιάξει τέλειο Στρατόπεδο, να το οργανώσει, να το εφοδιάσει, να το πειθαρχήσει, να το γυμνάσει, να του φυσήξει το υψηλότερο φρόνημα και να ετοιμάσει την πρώτη μεγάλη νίκη των Ελλήνων στο Βαλτέτσι, που απεφάσισε τη λευτεριά μας. Η αρχιστρατηγία που του έδωσανστη Σύναξη αυτή τούχει λύσει τα χέρια, τώρα μπορεί να δουλέψει και να δείξει τι είναι άξιος να κάνει».
β) Ρήγας Παλαμήδης Σχεδίασμα Ιστορίας της Επαναστάσεως (Μνημοσύνη 1968-1969)
Μετά δύο ημέρας ο Ηλίας Σαλαφαντίνος και ο Αναγνωσταράς ήλθανεις τα Βρουστοχώρια, ένθεν έγραψαν τον Ηλίαν και τον Δικαίον (Παπαφλέσσα) να έλθουν εις το χωρίον Πάπαρι, όπου είχαν συνέλθει και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Κων. Μαυρομιχάλης, ο Κανέλλος και Νικόλαος Δεληγιανναίοι δια να συσκεφθώσιν. Ελθόντες δεαπεφάσισαν παμψηφεί να προσκαλέσουντόν Πέτρον Μαυρομιχάλην δι’ αρχιστράτηγον της Πελοποννήσου, γενομένης δε καιυπογραφείσης της αποφάσεως, έστειλαν 10 αντίγραφα αυτής εις τας διαφόρους επαρχίας, δια να υπογράψωσι πολιτικοί και στρατιωτικοί και να τα δείξουν προς τον Μαυρομιχάλην, ώστε να δυνηθώσι να τακτοποιήσουν τα πράγματα εις την ανεξαρτησίαν τους. Απεφασίσθηπρος τούτοις να συγκροτηθή γενικόν στρατόπεδον εις Βαλτέτσι, εις καταλληλότερον μέρος δια την πολιορκίαν της Τριπόλεως και κατασκόπευσιν των εχθρικών κινημάτων.
γ) Κανέλλος Δεληγιάννης Απομνημονεύματα
«Εγώ δε μετά του Παπατσώνη, Θ. Κολοκοτρώνη, Ν. Μπούκουρα, Λάμπρου Ροϊλού, απεφασίσθη να απέλθωμεν εις του Πάπαρι όπου τότε ήταν συγκεντρωμένοι εκεί oι δύο Μαυρομιχάλαι, Αντωνάκης καιΗλίας, ο Γεωργάκης Γιατράκας, ο Αντώνης Νικολόπουλος από την Λογκάστραν, ο Βενετσανάκος από την Καστανιά, ο Αναγνωσταράς, Φλέσιας, Κεφάλας και άλλοι καπετανίσκοι με επέκεινα των 1.500, δια να ομιλήσωμεν περί της καταστάσεως της πατρίδος, επειδή βλέπομεν δειλίαν τινά εις τους συμπολίτας μας, να στείλωμεν μίαν πρεσβείαν εις τον Πετρόμπεην να τον προσκαλέσωμεν ότι εάν δύναται να βγάλη τουλάχιστον 1.000 Μανιάτας ως εμπειροπολέμους να δώσουν το παράδειγμα της ευτολμίας εις τους Πελοποννησίους, ως πρωτοπείρους να έβγη και ο ίδιος εις το Λεοντάρι να σχηματίσωμενένα Γενικόν στρατόπεδον και αν τούτο το κάμη θέλομεν τοναποφασίσει αρχιστράτηγον και ηγεμόνα της Πελοποννήσου. Περί το μεσονύκτιον ανεχώρησαν οι Τούρκοι από την Αλωνίσταιναν (αφούτην κατεπυρπόλησαν) και υπέστρεψαν εις Τριπολιτσάν. Ανεχωρήσαμεν και ημείς αμέσως και απερνώντες το Λιμποβίσι, το Αρκουδόρευμα, και την Λαγκάδαν δια νυκτός τρέχοντες πεζοί εφθάσαμεν την πρωΐαν εις τύυς Αραχαμίτες, αλλά δεν εύρομεν ουδένα νάνθρωπον εκ των κατοίκων, παρά μόνους τον Νικηταράν και ένα Τουρκολεκιώτην, κοιμωμένους και ξηρούς εκ της μέθης.Απερνώντες την νύκταν εις το Ραπούνι εκρύβη ο Λάμπρος Ροϊλός καιαπήλθεν εις την εν Στεμνίτση οικίαν του. Απήλθαμεν εις του Καντρέβα, αλλ’ ουδέ εκεί εύρομεν κανένα· ετραβήξαμεν λοιπόν νήστεις και πεζοί, τρεις σχεδόν ημέρας, και την Μεγάλην Τετράδην 6 Απριλίου εφθάσαμεν εις του Πάπαρι, όπου εύρομεν συναγμένους τους άνω ειρημένους. Ωμιλήσαμεν μετ’ αυτών, εκάμαμεν αρκετάςφιλονικίας, αλλά το κατεπείγον του καιρού μας εβίαζε δια να επιστρέψωμεν έκαστος εις τα ίδια, επειδή άπαντες εγνώριζαν, ότι ταςεορτάς του Πάσχα ήτον επόμενον να κάμουν oι Τούρκοι επιδρομάς εις διάφορα μέρη να τα καταστρέψουν. Εσυμφωνήσαμεν λοιπόν όλοιοι εκεί παραυρεθέντες και διωρίσαμεν μίαν πρεσβείαν συγκειμένην από τον Δ. Παπατσώνην, τον Σπ. Σπηλιωτόπουλον και Πέτρον Σαλαμόναν εκ Λεονταρίου, εκάμαμεν και το, ως είρηται, έγγραφον και το υπεγράψαμεν, και ανεχώρησαν δια την Καλαμάταν. Οι εναπολειφθέντες εσυμφωνήσαμεν ως εξής: Ο γέρων Αντώνης Νικολόπουλος και ο Βενετσανάκης, οπλαρχηγοί με τους περί αυτών 400, και ο Κυριακούλης με άλλους τόσους να υπάγουν να καταλάβουν την Βλαχοκερασιάν, να οχυρωθούν εις δύο θέσεις, και αν το Πάσχαορμήσουν εκεί οι εχθροί να δώση επικουρίον ο εις προς τον άλλον.Ο Αντωνάκης, Ηλίας και Ιωάννης Μαυρομιχάλαι, ο Γεωργάκης Γιατράκος, Κεφάλας και άλλοι να καταλάβουν τα Βέρβαινα με χίλιους σχεδόν στρατιώτας, οι δε Φλεσαίοι, Αναγνωσταράς, Θ. Κολοκοτρώνης, Πέτροβας να απέλθουν εις το Λεοντάρι να εμπορέσουν να στρατολογήσουν και τους του κάμπου της Καρυταίνης κατοίκους, και την δευτέραν του Πάσχα να προφθάσουν να καταλάβουν του Δούκα την σίκαλιν εις την Λαγκάδαν. Εγώ δε ν’ απέλθω εις τας κωμοπόλεις και χωρία της επαρχίας μου να κάμω γενικήν στρατολογίαν. Και πιο κάτω καταλήγει, «Αυτά τα διατρέξαντα και όλας τας πράξεις και αποφάσεις μας εις του Πάπαρι τας εκοινοποίησα εσπευσμένως εις τε τον Ζαΐμην, Χαραλάμπην, Φωτήλαν, Σισίνην, Κ. Πετιμεζάν και τον αρχιερέα Μεθώνης, δι’επίτηδες απεσταλμένων άμα έφθασα εις Λαγκάδια, γράψας προς αυτούς να μας γνωστοποιήσουν και αυτοί τας εδικάς των δια να φωτιζώμεθα αμοιβαίως, να ηξεύρωμεν τι γίνεται εις όλων των μερών τα στρατόπεδα να τρέχωμεν εν γνώσει. Οι δε Αναγνωσταράς, Κολοκοτρώνης και συντροφία απήλθον εις την Πολιανήν και Τουρκολέκα δια να κάμουν το Πάσχα, όπου ήτον ξενιτευμένοι τόσους χρόνους.»
δ) Νικόλαος Σπηλιάδης Απομνημονεύματα
«Και ο μεν Κολοκοτρώνης προυχώρησεν εις Καρύταιναν ο δε Νικηταράς, διαβάς από Λεοντάρι, έφθασεν εις Πάπαρι, χωρίον απέχοντρεις ώρας και ημίσειαν από Τριπολιτσάν, και προσπαθεί να συ γκεντρώση δύναμιν, προκαλών εις τα όπλα τους Έλληνας. Και πιο κάτω· Ο δε Αναγνώστης Ζαφειρόπουλος από το Ζυγοβίστι Καρυταίνης τον χρησιμεύει ως γραμματεύς συναγωνιζόμενος, και δεν παύει γράφων προς τους διάφορους αρχηγούς και ήδησυνεννοούνται όλοι να συνδράμωσιν όσον τάχους εις την παλιόρκησιν της Τρι πολιτσάς, και τέως συνέρχονται ο Αναγνωσταράς, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, ο Δημήτριος Παπατσιώνης, οΠαναγιώτης Κεφάλας και Μητροπέτροβα εις Πάπαρι χωρίον απέχοντης Πρωτευούσης τρεις ώρας και ημισείαν. Αυτόθι συνήλθε και οΚολοκοτρώνης, όπου εδέχθη τους υιούς του ελθόντας από τον Πύργον. Υπό την οδηγίαν τούτων όλων διατελούσιν έως τρεις χιλιά δες Ελλήνων ο δε Νικηταράς καταλαμβάνει πάλιν το Καλογεροβούνι μίαν ώραν απέχον από του Πάπαρι προς την πρωτεύουσαν ωςπροσθοφυλακή. Έρχεται δε ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, ο γέρωνΑντώνιος Νικολόπουλος από Λογκάστρα και ο Παναγάκος Βενετσανάκης από Καστάνισταν, και στρατοπεδεύουσι με πεντακόσιους εις Πάπαρι
ε) Ιωάννης Φιλήμων
Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως.«Τότε οΝικήτας, επαναστάτης της επαρχίας, κατέλαβε το χωρίον Πάπαρι,απέχον ώρας τρεις κάι ημίσειαν», και σχολιάζει ο Φιλήμων· Ταχέως δεαπό επαρχιών πολλών συνέρρευσαν όπλα περί την Τρίπολιν, καιετοποθετήθησαν εν μεν τω Πάπαρι τρισχίλιοι Γορτύνιοι, Λάκωνες, Λακεδαιμόνιοι και Μεσσήνιοι υπό τον Κολοκοτρώνην, Κανέλλον Δεληνιάννην, Ηλίαν Μαυρομιχάλην, Παναγιώτην Ιατράκον καιΑναγνωσταράν μετά Κεφάλα, Μητροπέτροβα, Παπατσώνου και Νικήτα· εν δε τη Βλαχοκερασιά πεντακόσιοι Λάκωνες και Λακεδαιμόνιοι υπό τον Κυριακούλην Μαυρομιχάλην και ΑντώνιονΝικολόπουλον· εν δε τω Διασέλω του Ελισσόντος έτεροι πεντακόσιοι Γορτύνιοι υπό τον Δημήτριον Πλαπούταν· εν δε τοις Βερβένοις περί τους χίλιους πεντακόσιους Λακεδαιμόνι οι μεν υπό τον Κρεββατάν και επί σκοπον Θεοδώρητον, Κυνουριείς δε(Αγιοπετρίται) υπό τονΙωάννην (η Αναγνώστην) Κονδάκην και Παναγιώτην Ζαφειρόπουλον (Άκουρον). Απείχον δε της Τριπόλεως ώρας το μεν Πάπαρι τρεις, η δε Βλαχοκερασιά ισαρίθμους, το δε Διάσελον τεσσάρας και τα Βερβεναωσαύτως. Δια τους λόγους αυτούς ο Κολοκοτρώνης εθυσίασε μάλλον την θέσιν υπέρ του αριθμού, θέλων ολιγωτέρας, αλλάπολυπροσωποτέρας τας συγκεντρώσεις· όταν δε έμαθεν αποσπασθέντας μετά πεντακοσίων από του εν Βερβένοις στρατοπέδου και στρατοπεδεύσαντας εν τη Βλαχοκερασιά τον Κυριακούλην Μαυρομιχάλην και Αντώνιον Νικολόπουλον, έγραψεπαρατηρών αυτοίς το επίκαιρον της θέσεως και τον κίνδυνον, οντρέχουσιν ως ολίγοι· προέτρεψε δ’ επομένως, όπως ενωθώσι καν μετά του εν Πάπαρι σώματος, αφ’ ου άπαξ απεχώρησαν της δυνατής θέσεως των Βερβένων, ενισχυθείσης τότε και δια τεσσάρωνεγερθέντων πύργων. Αλλ’ ούτοι ηπήντησαν: «Καλό πόστο τεσσάρων κρατούμεν και αν έλθουν οι Τούρκοι επάνω μας να μας ελθήτεμεντάτι. Έγραψεν επί τούτοις ο Κυριακούλης προς τους εν Τριπόλειαγάδας απαιτών, ίνα αποστείλωσιν αυτώ τον Αναστάσιον Μαυρομιχάλην μετά των αρχιερέων και προκρίτων, ως εφορμήσων άλλως κατά της πόλεως, μεθ’ ου φέρει στρατού δεκατετρακισχιλίων. Και αρχή και ιδιώται, οι εν Τριπόλει Τούρκοι ήρξαντο σκέπτεσθαικατά πρώτον, το μέγα του Κυριακούλου βλέποντες θάρρος και τας άλλας εν Πάπαρι, Λεβιδίω και Βερβένοις μανθάνοντες πολυαρίθμους συγκεντρώσεις. Πονηρευόμενοι δε εμέθυσαν τον χωρικόν γραμματο κομιστήν του Κυριακούλου, και ούτω βεβαιωθέντες παρ’ αυτού την πραγματικήν δύναμιν της Βλαχοκερασιάς, ευθύς εξεστράτευσαν περί τους τρισχιλίους, άμα διέφαυσεν η ημέρα της 10 Απριλίου. Και αυτοί,ως και οι εν Ναυπλία και εν Πύλω Τούρκοι, εγνώριζον, ότι κατά τηνημέραν του Πάσχα οι Έλληνες επιδίδονται πρώτον προς τα θρησκευτικά καθήκοντα αυτών, και έπειτα οι κοινοί εκ τούτων τρέπονται εις την οινοποσίαν. Και πιο κάτω γράφει ο Φιλήμων· Δι’όλας τας περιστάσεις ταύτας υπεχρεώθησαν ότε Κολοκοτρώνης και Κανέλλος Δεληγιάννης, όπως συγκαλέσωσιν εν τω Πάπαρι διαφόρους των οπλαρχηγών και συσκεφθώσι περί των ληπτέων καταλληλότερων μέτρων. Τοιούτοι απεστάλησαν άλλοι αλλαχόθεν και εκ των Βερβένων ο ‘Ανδρέας Παπαδιαμαντόπουλος (α). Προ πάσης δε άλληςπροταθείσης γνώμης απεφασίσθη η εκ των Καλαμών πρόσκλησις του Πέτρου Μαυρομιχάλου υπό τον τίτλον του αρχιστράτηγου της Πελοποννήσου. Εν ταις δεινοτέραις των περιστάσεων πολλήν ταονόματα ηθικήν επιρροήν έχουσι, και ως επί πολύ αντιζυγίζουσιναυτάς επί πολύν η ολίγον χρόνον. Εντεύθεν παρεκλήθη κοινώς οΜαυρομιχάλης, όπως αναβή τάχιον εις την Αρκαδίαν, μεθ’ όσωνδυνηθή πλειοτέρων Λακώνων, ων υπισχνούντο oι Πελοποννήσιοι τήντροφήν και μισθοδοσίαν. Την αρχιστρατηγίαν ταύτην του Μαυρομιχάλου ετοίμως υπέγραψαν και οι Αχαιοί. Η τοιαύτη του Μαυρομιχάλου θέσις υπισχνείτο, ουχί ευκινησίαν και προσωπικηνδιεύθυνσιν ενεργόν, αλλά δύο τινά, ων οι Πελοποννήσιοι είχον πρωτίστην ανάγκην· πρώτον μεγάλην εμψύχωσιν ηθικήν, και δεύτερον μάλλον ελπιζομένην την διατήρησιν των στρατοπέδων δια της πολυπροσώπου οικογενείας αυτού και των Λακώνων μισθοφορουμένων. Συγχρόνως ελήφθησαν εν τω Πάπαρι και μέτρα αυστηρά προς στρατολογίαν νέαν εκ διαφόρων επαρχιών. Ιδίως δε εις την Γόρτυνα επέμφθησαν ο ίδιος Δεληγιάννης και Πάνος Κολοκοτρώνης, απόλυτον φέροντες άδειαν του τιμωρείν και καίειν την οικίαν παντός μη στρατολογουμένου χωρικού. ‘Αμέσως δ’ επήνεγκεν η δραστηριότης αυτή αποτέλεσμα αγαθόν, διότι και εκ της Γόρτυνος και εκ της Λακεδαίμονος και εκ της Μεσσηνίας δισχίλιοι προέφθασαν ένοπλοι νέοι, ενισχύσαντες ουσιωδώς τα περί την Τρίπολιν στρατόπεδα.
στ) Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος Απομνημονεύματα Ελληνικής Επαναστάσεως
«Επειδή δε δεν ημπόρεσαν οι Τούρκοι να περάσουν το Διάσελον εγύρισαν οπίσω και ἐπῆγαν πάλιν εις την Τριπολιτσάν. Ο δε Κολοκοτρώνης, Κ. Δεληγιάννης και Β. Δημητρακόπουλος εκείθεν ετράβηξαν δια τον κάμπον της Καρύταινας και εκείθεν αυθημερόν ευρέθησαν εις το χωρίον Πάπαρι. Εκεί εσυνάχθησαν οι Μαυρομιχαλαίοι και οι άλλοι καπεταναίοι και αυτού ήλθαν από Ζάκυνθον τότε και τα παιδιά του Κολοκοτρώνη, ο Πάνος και ο Ιωάννης ο μετά ταύτα ονομασθείς Γενναίος. Από εδώ οΚολοκοτρώνης έστειλεν αμέσως τον Πάνον εις τα χωριά της Καρύταινας με γραπτήν διαταγήν του να βγάλη όλους τους Καρυτινούς εις τα άρματα και να έλθουν εις την Πιάναν, Χρυσοβίτσι και Διάσελον δια να συστήσουν εκεί το στρατόπεδον· είχε δε τηνάδειαν ο Πάνος να σκοτώνη, να καίη τα σπίτιά των και να δημεύη τα πράγματά των προς όφελος των στρατιωτών, αν κανένας ήθελεπαρακούσει. Αφού εσκέφθησαν μαζύ εις το Πάπαρι δια να πιάσουν τας θέσεις Χρυσοβίτσι, Διάσελον και Βαλτέτσι, ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι επήγαν εις το Βαλτέτσι, ο δε Κανέλλος Δεληγιάννης ετράβηξε δια τα Λαγκάδια την πατρίδα του και επήρε μαζύ του και τον Η. Τσαλαφατίνον με ολίγους Μανιάτας.»
ζ) Ιωσήφ Ζαφειρόπουλος
Οι Αρχιερείς και οι Προύχοντες εντός της εν Τριπόλει φυλακής. «Μετά την από το Διάσελον της Αλωνισταίνης υποχώρησιν των Οθωμανών οι αρχηγοί συνήλθον εις Πάπαρι, ίνα συσκεφθώσι περί της στενωτέρας πολιορκίας της Τριπόλεως, δηλαδή πότε ήθελον αρχίσει αυτήν και τίνα θέσιν ώφειλεν έκαστος να καταλάβη και φυλάξη. Σκέψεως δε γενομένης ο Κανέλλος Δελιγιάννης παραλαβών, μετέβη πάραυτα εις τας κωμοπόλεις της Καρυταίνης (Γόρτυνος) καιεμψυχώσας τους πολίτας συνήθροισε τους διασκορπισθέντας.»
Πηγή: συν-οδοιπορία
5. Ο Φράγκικος Πύργος
Η Ελλάδα αποτελεί μία από τις λιγοστές χώρες στην υφήλιο με τόσα πολλά κάστρα αποτέλεσμα των αμέτρητων κατακτητών που πέρασαν κατά καιρούς από τα εδάφη της. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι στον ελλαδικό χώρο υπάρχουν πάνω από εξακόσια κάστρα, φρούρια και πύργοι. Πολλά από τα οχυρά αυτά εντοπίζονται στη Πελοπόννησο και χρονολογούνται την εποχή της Φραγκοκρατίας. Οι Σταυροφόροι μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204, ίδρυσαν στην Πελοπόννησο το Πριγκιπάτο της Αχαΐας το οποίο μέχρι τα μέσα του 13ου αιώνα διοικούταν από τους Φράγκους χωρισμένο σε δώδεκα βαρονίες που περιλάμβαναν πολυάριθμα φέουδα.
Τα ερείπια ενός τέτοιου οχυρού βρίσκουμε και στο χωριό μας. Η κατασκευή του Πύργου, όπως είναι γνωστός, στο χωριό μας ανάγεται στην εποχή της Φραγκοκρατίας. Δεν μπορούμε ωστόσο να προσδιορίσουμε την ακριβή χρονολόγησή του καθώς οι πηγές είναι λιγοστές και τα στοιχεία που παραθέτουν ελάχιστα.
Ο Πύργος είναι χτισμένος σε μια πλαγιά του όρους Τσεμπερού σε υψόμετρο 780 μέτρων και σε θέση η οποία αποτελεί φυσικό οχυρό. Χρησιμοποιήθηκε, πιθανώς, ως κατοικία του Φράγκου ιππότη που εξουσίαζε την περιοχή, η οποία αποτελούσε φέουδό του. Από στρατηγικής άποψης, πρόκειται για εξαιρετικό σημείο καθώς προσέφερε στους κατακτητές τη δυνατότητα ελέγχου ολόκληρης της περιοχής και κατά συνέπεια την επιτυχή αντιμετώπιση τυχόν επιθέσεων.
Από γενιά σε γενιά μεταφέρεται και η φήμη ότι ο Πύργος κτίσθηκε από κάποιον που έκανε εμπόριο από βδέλλες που είχε ο βάλτος στο κάμπο του Πάπαρη και έγινε στο σημείο αυτό για να μπορούν να ελέγχουν όλη την περιοχή. Μάλιστα η φήμη αυτή συνοδεύεται και από μύθο που αναφέρει ότι στα υπόγεια του Πύργου υπάρχουν δυο μεγάλα βαρέλια το ένα είναι γεμάτο με φαρμακερά φίδια και το άλλο γεμάτο με χρυσό, όμως για να φθάσεις στο βαρέλι με το χρυσό πρέπει πρώτα να περάσεις από το βαρέλι με τα φίδια. Ο μύθος λέει ότι όσοι δοκίμασαν να πάρουν το χρυσό βρήκαν φρικτό θάνατο από τα φίδια.
Σήμερα ο Πύργος είναι μισογκρεμισμένος και εγκαταλελειμμένος καθώς καμία μέριμνα δεν υπήρξε για την διατήρηση και την ανάδειξη του. Στο σημείο μπορούμε να φθάσουμε μετά από δύσκολη ανάβαση τριάντα περίπου λεπτών από το χωριό Πάπαρη, καθώς η περιοχή είναι δύσβατη, εξαιτίας της πυκνής βλάστησης.
6. Περιήγηση στα χωριά του Δήμου Βαλτετσίου
Αξιοζήλευτα είναι τα χωριά του Δήμου Βαλτετσίου(19 στο σύνολο) που απέχουν λίγα χιλιόμετρα από την Τρίπολη και τα συναντάμε στο (παλιό) δρόμο που κατευθυνόμαστε για Μεγαλόπολη. Κάποια από τα οποία είναι ιστορικής σημασίας όπως το Βαλτέτσι (Μάχη Βαλτετσίου). Εδώ, ο επισκέπτης ανηφορίζοντας για το χωριό θα θαυμάσει κοπάδια άγριων άλογων που υπάρχουν στην περιοχή. Φτάνοντας στο χωριό θα συναντήσει το χτιστό υδραγωγείο καθώς και την εκκλησία στην πλατεία του χωριού η οποία χτίστηκε από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, μετά την επανάσταση , προς τιμήν της. Τα μάρμαρα που χρησιμοποιήθηκαν για να χτιστεί ήταν παρμένα από το Αρχαίο Ιερό της Αθηνάς της Σωτήρας. Επίσης , ο επισκέπτης θα μπορέσει να θαυμάσει την Λαογραφική Συλλογή που υπάρχει και στη συνέχεια, να πιει τον καφέ του στο Παραδοσιακό Καφενέ που βρίσκεται κάτω από τον αιωνόβιο πλάτανο της πλατείας.
Κατηφορίζοντας και φεύγοντας από το Βαλτέτσι λίγο πιο κάτω ο επισκέπτης θα δει το χωριό Δόριζα το οποίο είναι αμφιθεατρικά χτισμένο. Αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι στο κέντρο και στο πίσω μέρος της Εκκλησίας του Προδρόμου σώζεται ένα αιωνόβιο πουρνάρι που χρονολογείται από την εποχή που βρισκόταν ο Ιμπραήμ στην περιοχή.
Απέναντι , θα συναντήσουμε το χωριό Μάναρι . Θα χαζέψουμε την οχτάτοξη τρενογέφυρα , που θεωρείται η μεγαλύτερη όλων των λίθινων γεφυριών εκείνης της εποχής στην Ελλάδα. Την σχεδίασαν Γάλλοι σχεδιαστές όμως το χτίσιμό της τελειοποιήθηκε από Έλληνες και Ιταλούς στο τέλος του 19ου αιώνα.
Λίγο πιο κάτω θα συναντήσουμε την Ασέα. Στην Κάτω Ασέα ( Κανδρέβα ) ,λέγεται ότι ξεκίνησε να ανοικοδομείται πριν από περίπου 5.000 χρόνια πάνω σε βαλτώδη τόπο. Θα δείτε αρκετά αρχαία που έχουν βρεθεί στην περιοχή και αν ρωτήσετε τους κατοίκους θα σας πουν και τον γνωστό μύθο για το πώς δημιουργήθηκε το χωριό. Στην Άνω Ασέα, γεννήθηκε και μεγάλωσε ο γνωστός ποιητής μας Νίκος Γκάτσος. Θα έχετε την ευκαιρία να δείτε και το σπίτι του γνωστού ποιητή.
Έπειτα βλέπουμε τις Αραχαμίτες. Το χωριό αυτό είναι γεμάτο από πλατάνια , ακακίες και καστανιές. Αφού απολαύσετε την φυσική ομορφιά του χωριού θα κατευθυνθείτε προς την Εκκλησία της Μεταμορφώσεως και θα διαπιστώσετε ότι στο δάπεδο υπάρχει 1 μορφή ενός νέου άνδρα ο οποίος είναι απόγονος κάποιου αρχαίου Ιερού από τον Πολίχνη Περαιθέων.
Δυτικά συναντάμε το Κεραστάρι. Το χωριό του ηθοποιού ,Γιάννη Μπέζου. Ο επισκέπτης θα μπορέσει να διανυκτερεύσει στον ξενώνα που υπάρχει στο χωριό. Την επομένη θα έχει την ευκαιρία να προσκυνήσει στην θαυματουργή Εκκλησία της Παναγίας της Τρηνωδούσας. Αξίζει , να μάθετε πως εδώ γεννήθηκε και ο Τάσος Μπαρδαβίλιας ο 1ος Έλληνας πιλότος που έπεσε στα Γιάννενα το 1940.
Χτισμένη σε μια πλαγιά της Τσεμπερούς συναντάμε την Μαρμαριά. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας το 1804 μια ομάδα κλεφτών συνέλαβε στο κοντινό γεφύρι της Νικολάκενας ( που δεν υπάρχει πλέον ) τον πρωτοσύγκελο των Γαργαλιάνων γεγονός που αποτελεί την αφορμή για το μεγάλο διωγμό των κλεφτών στα χρόνια που ακολούθησαν.
Επόμενος σταθμός το χωριό Αθήναιον ,παλαιότερα γνωστό και ως Αλύκα. Πήρε το όνομά του από τον ομώνυμο αρχαίο οικισμό που τοποθετείται στο ξωκλήσι του Αη-Γιώργη. Στο χωριό αυτό θα δείτε τα μνημεία που δεσπόζουν εκεί με τις επιγραφές των αδικοχαμένων του πολέμου. Αν ρωτήσετε τους κατοίκους θα έχουν να σας πουν πολλές ιστορίες για τον πόλεμο. Θα δείτε το σχολείο που υπάρχει και μέσα στο οποίο θα ανακαλύψετε ( ελάχιστα )παλιά αντικείμενα της εποχής. Θα ανάψετε ένα κεράκι στην Εκκλησία της Αγίας Τριάδας και θα απολαύσετε τον καφέ σας ρεμβάζοντας την πλούσια καταπράσινη βλάστηση με τα παιδιά να παίζουν ανέμελα στην παιδική χαρά που διαθέτει το χωριό.
Στους πρόποδες της Τσεμπερούς συναντάμε το Πάπαρη. Θα χαζέψετε τον Πύργο που υπάρχει εκεί και που χτίστηκε από τους Φράγκους σε ύψωμα για να ελέγχουν το οδικό δίκτυο της περιοχής. Σε αυτό το χωριό όμως θα συναντήσετε κάτι ασυνήθιστο. Η εκκλησία του Αγ. Νικολάου και η πλατεία του χωριού είναι κοινή.
Ανατολικά περνάμε στο χωριό Αγριακόνα. Εδώ , διασώζεται το Αγιογράφημα της εκκλησίας των Ταξιαρχών ,χτίσμα των Βυζαντινών χρόνων.
Παραμένουμε στα ανατολικά και συναντάμε τα χωριά Λιανού, Δάφνη (Κοτρομπούκι) , Μανιάτη , και το Αμπελάκι (Μπαρμπίτσα). Όλα μαζί μαρτυρούν ότι είναι αρχαιολογικά ευρήματα οικισμού και συγκεκριμένα του οικισμού Αυταία το οποίο οχυρώθηκε το 391 π.χ. από τους Σπαρτιάτες.
Επόμενο χωριό είναι ο Μαυρογιάννης, στην έξοδο του οποίου θα δείτε ότι διασώζεται ο νερόμυλος του Μέργαρη (παλιός φημισμένος οργανοπαίχτης της περιοχής).
Τέλος, περνάμε στο χωριό Καλτεζιές. Ένα χωριό αξιοζήλευτο διότι ο επισκέπτης μπορεί όχι μόνο να αγναντέψει τον Ταΰγετο μέσα από μία καταπράσινη κοιλάδα αλλά και να προσκυνήσει στο ιστορικό μοναστήρι που κάνει ξεχωριστό το χωριό. Την Μονή του Αγ. Νικολάου των Καλτεζών.
7. Οδός Λακωνικής – Τεγεατικής
Στη συνέχεια της έρευνάς μας θα μας απασχολήσει η αρχαία πόλη Ορεσθάσιον των Μαιναλίων που ο κ. Γ.Α. Πίκουλας («Η Νότια Μεγαλοπολιτική Χώρα») έχει τοποθετήσει στην Ανατολ. Φαλαισία, στην Παλιόλακκα Ανεμοδουρίου.
Όπως παραδίδουν οι αρχαίες πηγές, το Ορεσθάσιον, αφ’ ενός ήταν στην πορεία της κύριας στρατιωτικής αμαξήλατης οδού της Σπάρτης προς την Τεγεατική (Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Πλούταρχος) και αφετέρου στα δεξιά της οδού Μεγάλης Πόλης – Τεγεατικής, μετά τις Αιμονιές και πριν την Ασέα (Παυσανίας). Έτσι είναι αναγκαίο, πριν αναφερθούμε αναλυτικά για το Ορεσθάσιον, να διερευνήσουμε και αποτυπώσουμε την πορεία των δύο αυτών σημαντικών οδικών αξόνων της αρχαιότητας.
Εκ προοιμίου σημειώνουμε επιγραμματικά ότι το Ορεσθάσιον ήταν στο λόφο της Αγ. Τριάδας του χωριού Πάπαρι Μαντινείας (οδεύοντας από Πάπαρι προς το χωριό Μαρμαριά) στη Μαιναλία χώρα (Loring, Frazer, Pritchett κ.ά.) και όχι ασφαλώς στην Παλιόλακκα Ανεμοδουρίου.
Η κύρια στρατιωτική αμαξήλατη οδός της Σπάρτης προς την Τεγεατική δεν ήταν στην πορεία του σημερινού δρόμου Σπάρτης – Τρίπολης. Η διαδρομή αυτή ήταν εναλλακτική λόγω των σημαντικών δυσκολιών που παρουσίαζε (μεγάλη ανάβαση σε δύσβατες περιοχές, πολλές στροφές, συχνά ανεβοκατεβάσματα, έλλειψη νερού, ομίχλη και χιόνια το χειμώνα). Τη διαδρομή αυτή ακολούθησαν οι εισβολείς στη Λακωνική Επαμεινώνδας, Αντίγονος Δώσων και Φιλοποίμην. Υπήρχε τέλος και μια τρίτη διαδρομή ακόμη πιο δύσκολη που περνούσε από την περιοχή του χωριού Κονιδίτσα Λακωνίας και οδεύοντας ανατολικά από το χωριό Κολλίνες έφθανε στο Οιόν (χωριό Κερασιά) και από εκεί στην Τεγεατική.
Η βασική στρατιωτική αμαξήλατη οδική αρτηρία της Σπάρτης προς την υπόλοιπη Ελλάδα ακολουθούσε παράλληλη πορεία με τον Ευρώτα (λεωφόρος Ευρώτα) μέχρι τις πηγές του νότια από το χωριό Σκορτσινού, όπου στην περιοχή αυτή, όπως έχουμε αναλύσει σε προηγούμενα άρθρα μας, ήταν το ορμητήριο της Σπάρτης η Αίγυς μέχρι τον 8ο π.Χ. αι. και στη συνέχεια η Βελεμίνα με το οχυρό της Αθήναιον. Λίγο πιο βόρεια από τις «Πηγές του Ευρώτα» (Κεφαλάρι Λογαρά) υπήρχε κόμβος και διακλαδιζόταν: α) Δ,ΒΔ προς Μεσσηνία, Μεγάλη Πόλη – Ολυμπία, και β) Β,ΒΑ προς Ασεατική – Τεγεατική κ.λπ.
Το σκέλος προς Ασεατική – Τεγεατική, με σχεδόν ευθεία πορεία παρακάμπτοντας από τα ανατολικά τον ορεινό όγκο της Τσεμπερούς, έφθανε στον κάμπο του Πάπαρι και από εκεί σε Ασέα, Παλλάντιο, Τεγεατική. Η οδός, όπως υπαγορεύει το εδαφικό ανάγλυφο, όδευε στην αμέσως ανατολικά από το χωριό Σκορτσινού στενόμακρη λοφοσειρά και ακολουθώντας το συνεχόμενο καταράχι της λοφοσειράς με μικρής κλίσης ανοδική πορεία χωρίς κανένα ανεβοκατέβασμα, ήτοι: Χριάνικα, Μανιτάρι, Μεγάλα σκίνα, έφθανε στη ΝΑ απόληξη της Τσεμπερούς στην τοποθεσία Σούρματα που είναι στη διασταύρωση προς Αγριακόνα του σημερινού δρόμου Σκορτσινού – Πάπαρι.
Ο κ. Γ.Α. Πίκουλας (σελ. 86) στα Σούρματα επισήμανε άφθονη επιφανειακή κεραμική μικρού οικισμού – εγκατάστασης των ύστερων ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων και δεδομένου ότι τα Σούρματα είναι υδροφόρος περιοχή (σχετικά θα αναφερθούμε αναλυτικά στο επόμενο άρθρο μας) κατά την άποψή μας επρόκειτο για παρόδιο σταθμό εξυπηρέτησης των διερχόμενων στρατευμάτων.
Από τα Σούρματα η οδός, παρακάμπτοντας από τα ανατολικά την Τσεμπερού, συνέχιζε λίγο πιο χαμηλά από το σημερινό δρόμο προς Πάπαρι και έφθανε, χωρίς καμιά δυσκολία σε όλο το μήκος της διαδρομής από τις πηγές του Ευρώτα, στο ψηλότερο σημείο της διαδρομής που είναι στην εκτροπή του σημερινού δρόμου προς την κορυφή της Τσεμπερούς. Στη συνέχεια κατηφόριζε προς τον κάμπο του Πάπαρι όπου εκεί στάθμευαν τα στρατεύματα των Σπαρτιατών κοντά στο παρακείμενο Ορεσθάσιον και στη συνέχεια έφθανε στην περιοχή της Ασέας και ενωνόταν με την οδό Μεγάλης Πόλης – Τεγεατικής συνεχίζοντας προς Παλλάντιο, Τεγεατική.
Η οδός αυτή χρησιμοποιείτο από τους Σπαρτιάτες και όταν ήθελαν να μετακινήσουν προς την Τεγεατική τις μεγαλύτερες στρατιές τους αλλά και όταν υπήρχε άμεση πολεμική ανάγκη να φθάσουν τα στρατεύματά τους στην Τεγεατική στον πιο σύντομο δυνατό χρόνο προχωρώντας με τη μέγιστη ταχύτητα.
Ο Ηρόδοτος (Ιστορ. 9, 7-11) παραδίδει ότι πριν από τη μάχη των Πλαταιών το 479 π.Χ., οι Αθηναίοι έστειλαν πρέσβεις στη Σπάρτη και ζητούσαν από τους Σπαρτιάτες να στείλουν τα στρατεύματά τους στην Αττική για να πολεμήσουν μαζί τους Πέρσες του Μαρδόνιου. Οι έφοροι της Σπάρτης τους άκουσαν και δεσμεύτηκαν να τους δώσουν απάντηση την επόμενη μέρα αλλά συνεχώς το ανέβαλαν. Όταν παρήλθαν άκαρπα δέκα μέρες, οι Αθηναίοι πρέσβεις απογοητευμένοι και αποφασισμένοι πια να φύγουν από τη Σπάρτη παρουσιάστηκαν για τελευταία φορά στους εφόρους και τους κατέκριναν εκφράζοντας την έντονη δυσαρέσκειά τους. Τότε με κατάπληξη άκουσαν την απάντηση των εφόρων που έπαιρναν όρκο ότι ήδη τα στρατεύματα της Σπάρτης προελαύνουν κατά των βαρβάρων και έχουν φθάσει στο Ορέσθειον (Ορεσθάσιον). «Ταύτα λεγόντων των αγγέλων οι έφοροι είπαν επ’ όρκου και δη δοκέειν είναι εν Ορεσθείω στείχοντες επί τους ξείνους».
Η Σπαρτιατική στρατιά αποτελείτο από σαράντα χιλιάδες άνδρες και είναι η μεγαλύτερη που βγήκε ποτέ από τη Σπάρτη. Μαζί με τους πρέσβεις της Αθήνας που έτρεξαν αμέσως να τους προλάβουν, η Σπάρτη έστειλε και άλλες πέντε χιλιάδες επιλεγμένους οπλίτες από τους περίοικους Λακεδαιμόνιους.
Τα ίδια γεγονότα εξιστορεί και ο Πλούταρχος (Αριστείδης 10,9) αναφέροντας και αυτός ότι τα στρατεύματα των Σπαρτιατών πέρασαν από το Ορέστειον (Ορεσθάσιον). «Ήδη γαρ εν Ορεστείω τον στρατόν είναι πορευόμενον επί τους ξένους».
Ο Θουκυδίδης (Ιστορ. Ε΄ 64) παραδίδει ότι το 418 π.Χ., κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, οι Τεγεάτες που ήταν σύμμαχοι των Σπαρτιατών τους μήνυσαν να σπεύσουν εκεί επειγόντως, γιατί η Τεγέα κινδύνευε άμεσα να πέσει στα χέρια των Αργιτών που ήταν σύμμαχοι των Αθηναίων. Αμέσως τότε ο βασιλιάς Άγις έτρεξε σε βοήθεια με όλες τις δυνάμεις της Σπάρτης και με ταχύτητα που δεν είχε προηγούμενό της («πανδημεί οξεία και οία ούπω πρότερον») προχωρώντας προς το Ορέσθειον της Μαιναλίας χώρας («εχώρουν δε ες Ορέσθειον της Μαιναλίας»). Στο Ορεσθάσιον ο Άγις ανασυγκρότησε τις δυνάμεις του και αφού έστειλε πίσω το ένα έκτο του στρατού του (τους γεροντότερους και τους νέους) για τη φύλαξη της Σπάρτης έφτασε με τον υπόλοιπο στρατό στην Τεγέα.
Στη μάχη της Μαντίνειας που ακολούθησε, ο Άγις με τους συμμάχους του νίκησε το στρατό της Αθηναϊκής συμμαχίας. Σε μια φάση της μάχης οι Μαντινείς και οι Αργίτες εισχώρησαν μέχρι το μέρος που ήταν τα μεταγωγικά άρματα των Σπαρτιατών και σκότωσαν μερικούς από τους ηλικιωμένους στρατιώτες που τα φύλαγαν. Το κείμενο αυτό του Θουκυδίδη (Ε΄ 72) αποδεικνύει ότι η οδός που ακολούθησε ο Άγις πηγαίνοντας προς την Τεγέα περνώντας από το Ορεσθάσιον ήταν αμαξήλατη.
Όπως λοιπόν παραδίδουν οι αρχαίες πηγές η κύρια στρατιωτική αμαξήλατη οδός από τη Σπάρτη στην Τεγέα περνούσε από το Ορεσθάσιον οδεύοντας από τις πηγές του Ευρώτα προς Ασεατική – Τεγεατική.
Ο οδικός άξονας αυτός είναι διαχρονικός από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, καθώς ακολουθεί τη μοναδική πρόσφορη φυσική δίοδο των αρκαδικών υψωμάτων, που οδηγεί απρόσκοπτα και ομαλά κατ’ ευθείαν από την πεδινή περιοχή της λεκάνης του Ευρώτα στη Λακωνική στο υψίπεδο της Ασέας και την Τεγεατική στην Αρκαδία.
Κατά την Τουρκοκρατία αυτός ήταν ο δρόμος που υπήρχε και ακολούθησε ερχόμενος από τη Λακωνία με προορισμό την Τριπολιτσά ο Άγγλος περιηγητής και στρατιωτικός W.M. Leake την 27η Μαρτίου 1805 και τον περιγράφει αναλυτικά στο βιβλίο του «Travels in the Morea», Vol. ΙΙΙ. Όπως γράφει (σελ. 23–24), συνεχίζοντας από τις πηγές του Ευρώτα πέρασε από το Σκορτσινού αφήνοντας στα αριστερά το δρόμο προς το χωριό Γαρδίκι (Αναβρυτό) και προχώρησε προς την Ασεατική παρακάμπτοντας από τα ανατολικά την Τσεμπερού όπου προχωρώντας έβλεπε ανατολικότερα τη Μονή Καλτεζών και το χωριό Καλτεζές. «…Mount Tzimbaru, and see, two miles on the right, the large monastery of Ai Nikola, not far from the village of Kaltezia». Στη συνέχεια έφθασε στο χωριό Μπαρμπίτσα (Αμπελάκι) της Ασεατικής και από εκεί στην Τριπολιτσά (Τρίπολη).
Ο σπουδαίος αρχαιολόγος W. Loring, της Αγγλικής αποστολής που ανέσκαψε τη Μεγάλη Πόλη, ασχολήθηκε το 1894 με τους αρχαίους δρόμους και γενικά την αρχαία τοπογραφία της ευρύτερης περιοχής. Η μελέτη του δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «The Journal of Hellenic Studies», Vol. XV, 1895 με τίτλο «Some Ancient Routes in the Peloponnese» (σελ. 25–89).
Ο Loring, που ήταν άριστος γνώστης της περιοχής, διερεύνησε ιδιαίτερα την πορεία της κύριας στρατιωτικής οδού της Σπάρτης προς την Τεγέα με προσωπική αυτοψία σε όλες τις πιθανές διαδρομές από τη Σελλασία μέχρι τον κάμπο της Μεγαλόπολης και εξετάζοντας και αναλύοντας όλα τα δεδομένα κατέληξε στο συμπέρασμα (σελ. 28 & 47–49) ότι το μοναδικό πρόσφορο πέρασμα κατάλληλο για τη μετακίνηση στρατευμάτων από τη Λακωνική στην Ασεατική, Τεγεατική ήταν η διαδρομή που αναφέρουμε παραπάνω. Επισημαίνει δε (σελ. 49) και τα φανερά ίχνη του Τουρκικού οδοστρώματος σε ορισμένα σημεία της διαδρομής: «It bears clear traces of Turkish pavement in some parts».
Ο Loring λοιπόν ταύτισε πρώτος το δρόμο από τις πηγές Ευρώτα προς Σκορτσινού, Πάπαρι, Ασέα με την παραπάνω αρχαία κύρια στρατιωτική αμαξήλατη οδό της Σπάρτης προς Ασεατική, Τεγεατική και επίσης ταύτισε το Oρεσθάσιον στο λόφο της Αγ. Τριάδας του χωριού Πάπαρι, στην πορεία της οδού, όπου επισήμανε σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα.
Πρόσφατα σχετικά ο καθηγητής του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια W. Kendrick Pritchett ασχολήθηκε και αυτός συστηματικά με τη θέση του Ορεσθάσιου και την πορεία της στρατιωτικής οδού Σπάρτης – Τεγέας και δημοσίευσε τις σχετικές μελέτες του στο βιβλίο «Studies in Ancient Greek Topography», Part IV (Passes), 1982.
Με περιηγήσεις του στην περιοχή και επισταμένη μελέτη των αρχαίων πηγών κατέληξε στα ίδια συμπεράσματα με τον Loring, με τις απόψεις του οποίου συμφωνεί απόλυτα. Μεταξύ των πολλών άλλων αναφέρεται και αυτός (σελ. 55) στο Τουρκικό οδόστρωμα στο οποίο έκανε αυτοψία οδηγημένος εκεί από κατοίκους του Πάπαρι και δημοσιεύει τις αριθ. 23, 24, 25 και 26 φωτογραφίες του από το οδόστρωμα. Σημειώνουμε ότι ένα τμήμα του Τουρκικού οδοστρώματος μήκους περίπου 300μ. υπάρχει ακόμη, σε απόσταση 1 χλμ. μετά τη διασταύρωση προς Αγριακόνα οδεύοντας προς Πάπαρι, λίγο πιο χαμηλά από το σημερινό δρόμο.
Ο κ. Γ.Α. Πίκουλας («Η Νότια Μεγαλοπολιτική Χώρα»), υποστηρίζει ότι η παραπάνω αρχαία στρατιωτική αμαξήλατη οδός από τις πηγές του Ευρώτα συνέχιζε δυτικά από το Σκορτσινού, νότια από το Γραικού, ανατολικά από το Βουτσαρά, Λαδά το χάνι, Παλιόλακκα Ανεμοδουρίου (ΝΑ από το Ανεμοδούρι όπου εκεί τοποθέτησε το Ορεσθάσιον) και ανέβαινε στην Τσεμπερού περνώντας από το διάσελο του Παλιανεμόδουρου (ΒΑ από το Ανεμοδούρι) συνεχίζοντας προς Ασεατική. Παραθέτει δε και τα, κατά την άποψή του, συγκριτικά πλεονεκτήματα της διαδρομής που ο ίδιος προτείνει έναντι της διαδρομής που προτείνουν οι Loring και Pritchett, ήτοι:
α) Όπως γράφει (σελ. 206), η πορεία της οδού ακολουθούσε τις δυτικές υπώρειες της Τσεμπερούς και ανέβαινε στο διάσελο του Παλιανεμόδουρου για να περάσει στην Ασεατική, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, γιατί: «το πέρασμα της Τσεμπερούς σήμαινε είσοδο σε εχθρική περιοχή αφού πάντοτε το υψίπεδο της Ασέας παρέμεινε κτήση των Αρκάδων» και τα στρατεύματα της Σπάρτης «είχαν την Τσεμπερού να τα καλύπτει αμυντικά από τα ανατολικά».
Κατ’ αρχήν είναι αδιανόητο να υποστηρίζεται ότι η πανίσχυρη Σπάρτη, που κατά την ακμή της τρομοκρατούσε ολόκληρη την Ελλάδα, είχε το παραμικρό πρόβλημα να περάσει στην –έστω εχθρική– Ασεατική (Μαιναλία χώρα) τον εκστρατεύοντα πάνοπλο και ανίκητο στρατό της. Άλλωστε ποιά διαφορά υπήρχε εάν ο στρατός περνούσε από την Τσεμπερού στην Ασεατική 1-2 χλμ. ΒΔ ή ΝΑ από το Πάπαρι;
Έτσι και αλλιώς όμως είναι γνωστό ότι από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ. η Τεγέα είχε συνθηκολογήσει με τη Σπάρτη και μέχρι το 371 π.Χ. που η Σπάρτη ηττήθηκε από τους Θηβαίους ήταν πιστή σύμμαχός της, η δε νότια Μαιναλία χώρα ήταν κάτω από τον άμεσο έλεγχο και επιρροή της Τεγέας και κατά συνέπεια η Ασεατική όχι μόνο δεν ήταν εχθρική περιοχή προς τη Σπάρτη αλλά αντίθετα ήταν συμμαχική.
Στη μάχη των Πλαταιών το 479 π.Χ. που, όπως παραδίδουν οι Ηρόδοτος και Πλούταρχος, τα στρατεύματα της Σπάρτης πέρασαν από το Ορεσθάσιον και την Ασεατική, οι Σπαρτιάτες στο πεδίο της μάχης είχαν στο πλευρό τους μόνο τους Τεγεάτες. Όπως δε χαρακτηριστικά γράφει ο Ηρόδοτος (Ιστορ. 9, 61) οι Τεγεάτες δεν εγκατέλειπαν ποτέ τους Λακεδαιμόνιους («ούτοι γαρ ουδαμά απεσχίζοντο από Λακεδαιμονίων»). Στη μάχη της Μαντίνειας το 418 π.Χ., που επίσης τα στρατεύματα της Σπάρτης πέρασαν από το Ορεσθάσιον και την Ασεατική, όπως παραδίδει ο Θουκυδίδης (Ιστορ. Ε΄ 67) δίπλα από τους Σπαρτιάτες παρατάχθηκαν οι Αρκάδες Ηραιείς, μετά οι Μαινάλιοι και στο δεξιό άκρο οι Τεγεάτες («…και παρ’ αυτούς Αρκάδων Ηραιής, μετά δε τούτους Μαινάλιοι και επί τω δεξιώ κέρα Τεγεάται…»).
β) Ο κ. Πίκουλας (σελ. 210) αναφερόμενος στην πορεία της οδού που προτείνουν οι Loring και Pritchett υποστηρίζει ότι: «αν την είχαν ακολουθήσει οι στρατιές της Σπάρτης, θα παρέμεναν μέρες στο υψίπεδο της Ασέας για να αναλάβουν από την κόπωση και την ταλαιπωρία».
Δεν κατανοούμε από πού προκύπτει κάτι τέτοιο δεδομένου ότι η διαδρομή αυτή είναι καθ’ όλα ομαλή και απρόσκοπτη. Η υψομετρική διαφορά των περίπου 350μ., από τις πηγές του Ευρώτα (450μ.) μέχρι το ψηλότερο σημείο της διαδρομής (800μ.) στη διασταύρωση του σημερινού δρόμου προς την κορυφή της Τσεμπερούς, κατανέμεται σχεδόν ισομερώς σε όλη τη διαδρομή συνολικού μήκους 10 χλμ. έτσι ώστε η κλίση είναι πολύ μικρή και η χρονικής διάρκειας περίπου 2–2,5 ωρών πορεία μέχρι τον κάμπο του Πάπαρι δεν παρουσιάζει κανένα απολύτως πρόβλημα για τον οποιονδήποτε, πόσο μάλλον για τον άριστα εκπαιδευμένο στρατό της Σπάρτης. Όπως γράφει ο Leake (σελ. 23–24), ξεκίνησε από τις πηγές του Ευρώτα στις 12.23 μ.μ. και έφθασε στις 2.48 μ.μ., δηλαδή μετά από 2 ώρες και 25 λεπτά, στον κάμπο της Ασεατικής στο χωριό Κουτρουμπούχι (Δάφνη).
Αντίθετα, αν ακολουθήσει κανείς την πορεία που προτείνει ο κ. Πίκουλας, από τα 450μ. στις πηγές του Ευρώτα φθάνει στα 590μ. στην Παλιόλακκα Ανεμοδουρίου ΝΑ του χωριού στα ριζά της Τσεμπερούς και από εκεί πρέπει να ανέβει 290μ. σχεδόν κάθετα στην Τσεμπερού για να περάσει από το διάσελο του Παλιανεμόδουρου (880μ.) προς την Ασεατική διανύοντας συνολικά και υπερδιπλάσια διαδρομή. Επισημαίνουμε ότι ο Pritchett έκανε αυτοψία στο διάσελο του Παλιανεμόδουρου και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν αδύνατο να περνούσε από εκεί αρχαίος στρατιωτικός δρόμος και μάλιστα αμαξήλατος. Σημειώνεται ότι ακόμη και σήμερα, παρά τα τεχνικά μέσα που υπάρχουν, ο δρόμος από το χωριό Ανεμοδούρι προς την Ασεατική δεν ανεβαίνει στο Παλιανεμόδουρο που είναι ΒΑ του χωριού αλλά κατευθύνεται ΒΔ προς το χωριό Μαρμαριά.
γ) Τέλος ο κ. Πίκουλας για τη διαδρομή προς Σκορτσινού – Πάπαρι – Ασεατική γράφει (σελ. 210): «Το κυριότερο μειονέκτημα όμως μιας τέτοιας πορείας, που δε σημειώνουν οι Loring και Pritchett, είναι η έλλειψη του νερού. Από του Σκορτσινού σχεδόν μέχρι και το νεκροταφείο του Πάπαρι δεν υπάρχει σταγόνα νερό, ούτε καν κάποιο εποχιακό ξεροπήγαδο».
Επισημαίνουμε ότι αυτό είναι ανακριβέστατο καθώς συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Στη μέση της διαδρομής προς το Πάπαρι, στα 5 χλμ. περίπου από τις «Πηγές του Ευρώτα», είναι η τοποθεσία Σούρματα αμέσως πριν τη διασταύρωση προς το χωριό Αγριακόνα. Η περιοχή εκεί είναι υδροφόρος και προκαλεί απορίες και ερωτηματικά πως δεν το διαπίστωσε αυτό ο κ. Πίκουλας ο οποίος την ερεύνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και επισήμανε άφθονη επιφανειακή κεραμική μικρού οικισμού – εγκατάστασης των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων.
Λίγο πριν εισέλθουμε στα Σούρματα οδεύοντας από το Σκορτσινού, στην τοποθεσία «Μεγάλα σκίνα» υπήρχε πάντα και υπάρχει ακόμη πηγή ακριβώς δίπλα από το κράσπεδο του ασφαλτοστρωμένου δρόμου, στην οποία τώρα έχει γίνει τεχνικό έργο για τη συλλογή του νερού προς άρδευση καλλιεργειών. Σημ.: παραθέτουμε πρόσφατη φωτό της πηγής.
Στα Σούρματα υπήρχε και υπάρχει η οικία του Διαμαντή Θεοδωρόπουλου ο οποίος διατηρούσε και μεγάλο τυροκομείο μέχρι το 1990, ενώ μερικά μέτρα μακριά υπήρχε σε λειτουργία και δεύτερο τυροκομείο (το κτίσμα υπάρχει ακόμη). Ο γιός του κ. Σταύρος Θεοδωρόπουλος, που ήταν και γραμματέας της Κοινότητας Αγριακόνα που απέχει από εκεί περίπου 2 χλμ., μας πληροφόρησε ότι για την ύδρευση – άρδευση υπάρχουν γύρω από την οικία τρία πηγάδια, το τελευταίο από τα οποία ανοίχθηκε το 1960, καθώς και μια γεώτρηση. Το νερό είναι επιφανειακό σε μικρό βάθος.
Οι ντόπιοι γνωρίζουν ότι η περιοχή γενικά έχει αρκετές μικροπηγές και πηγάδια. Αρκεί να αναφερθεί ότι το χωριό Αγριακόνα υδρεύεται από τη δεκαετία του 1970, με γεωτρήσεις μικρού βάθους, ακριβώς από αυτή την πολύ μικρή σε έκταση τοποθεσία Σούρματα που την ερεύνησε ο κ. Πίκουλας στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (σελ. 86) και απορούμε πως δεν τα διαπίστωσε όλα αυτά και γράφει ότι «δεν υπάρχει σταγόνα νερό ούτε καν κάποιο εποχιακό ξεροπήγαδο»!
Νίκος Γ. Καρύδης
(Από το βιβλίο μου «Νότια Μεγαλοπολίτις»)
8. Οδός Μεγάλης Πόλης – Παλλάντιου
Ο Παυσανίας (Αρκαδ. 44) για την οδό από τη Μεγάλη Πόλη προς το Παλλάντιο και την Τεγέα παραδίδει: «Τα δε επίλοιπα ημίν του Αρκαδικού λόγου έστιν εκ Μεγάλης πόλεως ες Παλλάντιον οδός και ες Τεγέαν, άγουσα αύτη μέχρι του καλουμένου Χώματος. Κατά ταύτην την οδόν Λαδόκεια σφισιν ωνόμασται τα προ του άστεως από Λαδόκου του Εχέμου και μετά ταύτα Αιμονιαί πόλις ήσαν το αρχαίον. Οικιστής δε Αίμων εγένετο αυταίς ο Λυκάονος, διαμεμένηκε δε και ες τόδε Αιμονιάς το χωρίον τούτο ονομάζεσθαι.
Μετά δε Αιμονιάς εν δεξιά της οδού πόλεως εστιν Ορεσθασίου και άλλα υπολειπόμενα ες μνήμην και Αρτέμιδος ιερού κίονες έτι. Επίκλησις δε Ιέρεια τη Αρτέμιδι εστι. Την δε ευθείαν ιόντι εξ Αιμονιών Αφροδίσιον τε εστιν ονομαζόμενον και μετ’ αυτό άλλο χωρίον το Αθήναιον. Τούτου δε εν αριστερά ναός εστιν Αθηνάς και άγαλμα εν αυτώ λίθου. Του Αθηναίου δε μάλιστα είκοσιν απωτέρω σταδίοις ερείπια Ασέας εστί, …».
Δηλαδή (σε μετάφραση εκδόσ. «Κάκτος»): «Aυτό που έμεινε να αναφέρω για την Αρκαδία είναι ο δρόμος από τη Μεγαλόπολη προς το Παλλάντιο και την Τεγέα, ο οποίος οδηγεί στο λεγόμενο Χώμα. Η περιοχή που εκτείνεται μπροστά από την πόλη, κατά μήκος αυτού του δρόμου, ονομάζεται Λαδόκεια από τον γιο του Εχέμου, Λάδοκο. Στα παλιά χρόνια, πιο πέρα βρισκόταν η πόλη Αιμονιές, που ιδρύθηκε από τον Αίμονα, τον γιο του Λυκάονα. Και το όνομα Αιμονιές έχει διατηρηθεί μέχρι σήμερα στην περιοχή.
Μετά τις Αιμονιές, δεξιά του δρόμου, ανάμεσα στα ερείπια της πόλης Ορεσθάσιο αναφέρονται και οι κίονες του ιερού της Άρτεμης. Η επωνυμία της Άρτεμης είναι Ιέρεια. Μετά τις Αιμονιές, προχωρώντας ευθεία στον δρόμο, βρίσκεται το Αφροδίσιο και στη συνέχεια περιοχή που λέγεται Αθήναιο, αριστερά από το οποίο υπάρχει ναός της Αθηνάς και μέσα σ’ αυτόν μαρμάρινο άγαλμά της. Είκοσι στάδια από το Αθήναιο βρίσκονται τα ερείπια της Ασέας…».
Όπως είναι γνωστό, η αρχαία Μεγαλόπολη ήταν πιο βόρεια από τη σημερινή πόλη, εκτεινόμενη και στις δύο πλευρές του Ελισσώνα ποταμού. Η οδός προς Ασέα, Παλλάντιο, Τεγέα ξεκινώντας από εκεί κατευθυνόταν προς την περιοχή του χωριού Μακρύσι και ανέβαινε από το πέρασμα στις Βίγλες –όπως η Εθνική οδός Μεγαλόπολης, Ασέας, Τρίπολης– προς την περιοχή του χωριού Παλαιόχουνη, συνεχίζοντας προς τον οικισμό της Κάτω Ασέας όπου ήταν η αρχαία Ασέα και από εκεί σε Παλλάντιο, Τεγέα.
Η πεδινή περιοχή από το ΒΑ άκρο περίπου της σημερινής Μεγαλόπολης, κατά μήκος αυτής της οδού, προς το χωριό Μακρύσι λεγόταν Λαδόκεια. Πιο πέρα, στην περιοχή της Μονής Παναγίας Μακρυσίου ήταν η τοποθεσία Αιμονιές, όπου στα πανάρχαια χρόνια ήταν η πόλη Αιμονιές που είχε ιδρύσει ο Αίμων γιός του Λυκάονα. Επισημαίνουμε ιδιαίτερα ότι, όπως παραδίδει ο Παυσανίας, δεν υπήρχε πλέον στα χρόνια του πόλη Αιμονιές, αλλά μόνο η περιοχή διατηρούσε ακόμη αυτή την ονομασία από την πόλη που υπήρχε εκεί τα αρχαία χρόνια («Αιμονιαί πόλις ήσαν το αρχαίον») και δεν αναφέρει το παραμικρό για ύπαρξη ερειπίων ή άλλων καταλοίπων της, όπως αναφέρει στη συνέχεια για το Ορεσθάσιον και την Ασέα.
Ο Παυσανίας προχωρώντας μετά τις Αιμονιές και κατεβαίνοντας από την περιοχή του χωριού Παλαιόχουνη στον κάμπο της Ασεατικής οδεύοντας προς Κ. Ασέα, έβλεπε στα δεξιά του μεταξύ των χωριών Μαρμαριά και Πάπαρι τα ερείπια της πόλης Ορεσθάσιον στο λόφο της Αγ. Τριάδας Πάπαρι και ανάμεσά τους, τους κίονες από το ιερό της Άρτεμης που ήταν ψηλά στη βόρεια πλαγιά του λόφου ακριβώς απέναντι και σε οπτική επαφή με την πορεία του.
Σημ.: Για το Ορεσθάσιον και τα σημαντικά ευρήματα του W. Loring στο λόφο της Αγ. Τριάδας θα αναφερθούμε στο επόμενο άρθρο μας.
Επανερχόμενος ο Παυσανίας στην τοποθεσία Αιμονιές ως αφετηρία, μας λέει ότι προχωρώντας ευθεία στο δρόμο συναντούμε την περιοχή που λέγεται Αφροδίσιον και στη συνέχεια την περιοχή που λέγεται Αθήναιον, όπου υπήρχε ναός της Αθηνάς στα αριστερά και μαρμάρινο άγαλμά της. Δεδομένου ότι, όπως παραδίδει ο Παυσανίας, η Ασέα απείχε από το Αθήναιον περίπου είκοσι στάδια (3,7 χλμ.), το Αθήναιον ήταν αναμφίβολα στην περιοχή του Αγ. Παντελεήμονα ΝΑ του χωριού Αθήναιου, που είναι σε αυτή την απόσταση από την ακρόπολη της αρχαίας Ασέας.
Για το Αθήναιον σε σχέση με την περιοχή του Αγ. Παντελεήμονα, αναφέρεται πρώτος ο Γάλλος στρατιωτικός γεωγράφος Emile Puillon Boblaye στο βιβλίο του «Recherches Geographiques sur les Ruines de la Morea», Paris 1836, σελ. 173.
Ο Άγγλος αρχαιολόγος W. Loring ταύτισε πρώτος το Αθήναιον με την περιοχή του Αγ. Παντελεήμονα, όπου εκεί, όπως αναφέρει, βρισκόταν και το Χάνι του Νταβράντα («Khan of Davranda») και γράφει σχετικά στο περιοδικό «The Journal of Hellenic Studies», Vol. XV, 1895, σελ. 32. Με τις απόψεις του Loring συμφωνεί ο Σκωτσέζος ανθρωπολόγος και κλασσικός μελετητής J. G. Frazer («Pausanias’s Description of Greece», Vol. IV, 1898, σελ. 414). Επίσης ο Αμερικανός καθηγητής W. Kendrick Pritchett («Studies in Ancient Greek Topography», Part IV (Passes), 1982, σελ. 60), οι H. Hitzig – H. Blumner και άλλοι πολλοί ερευνητές.
Όσον αφορά το Αφροδίσιον, που ήταν πριν το Αθήναιον οδεύοντας από Αιμονιές προς Ασέα, κατά την άποψή μας ήταν στην περιοχή του Αγ. Γεωργίου ΝΔ του χωριού Αθήναιου περίπου 1,5 χλμ. πριν από τον Αγ. Παντελεήμονα (αρχαίο Αθήναιον) οδεύοντας από το χωριό Παλαιόχουνη προς Κ. Ασέα. Στο λοφίσκο που είναι το εξωκλήσι του Αγ. Γεωργίου υπήρχε μέχρι τα τελευταία χρόνια μεγάλο κεφαλάρι από το οποίο υδρευόταν το χωριό Αθήναιον, η δε περιοχή ήταν κατάφυτη από δένδρα, ιδανικός τόπος για διαχρονικό παρόδιο σταθμό. Δυστυχώς, ύστερα από γεωτρήσεις που έγιναν στην ευρύτερη περιοχή το κεφαλάρι στέρεψε, ενώ η πυρκαγιά του 2007 κατέκαψε το δασάκι. Ο κ. Γ. Α. Πίκουλας («Η Νότια Μεγαλοπολιτική Χώρα», σελ. 65) στο λόφο και δυτικά του λόφου εντόπισε κεραμική, κυρίως όστρακα από αγγεία, από τα προϊστορικά μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια (αλλά και πολύ νεότερα), που επιβεβαιώνουν την ταύτιση του Αφροδίσιου με την τοποθεσία αυτή.
Σημειώνουμε ότι οι παλαιοί ερευνητές είχαν εκφράσει αδυναμία ταύτισης του Αφροδίσιου και αγνοούσαν τη θέση του Αγ. Γεωργίου και τα εκεί αρχαιολογικά κατάλοιπα, καθώς έχει επικρατήσει η άποψη ότι η οδός από τη Μεγαλόπολη συνέχιζε νότια προς τα χωριά Περιβόλια και Ραψομμάτη και ανέβαινε προς την Ασεατική μεταξύ των χωριών Ραψομμάτη και Ανεμοδούρι, όπως ο δρόμος της Τουρκοκρατίας από το Λεοντάρι για την Τριπολιτσά. Οι Αιμονιές έχουν τοποθετηθεί στη θέση Ποτιστικά ΒΑ από τα Περιβόλια, όπου εκεί υπήρχε άφθονη επιφανειακή κεραμική αρχαίας πόλης.
Η άνοδος όμως προς την Ασεατική μεταξύ Ραψομμάτη και Ανεμοδούρι δεν έχει καμιά σχέση με τις οικιστικές συνθήκες και τις ανάγκες οδικής διέλευσης κατά την αρχαιότητα, αλλά μόνο με τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όταν η Μεγαλόπολη ήταν ένα ασήμαντο χωριό (Σινάνου) και το Λεοντάρι το σημαντικό κέντρο μιας ευρύτερης περιοχής, όπου όλοι οι δρόμοι διέρχονταν ή ξεκινούσαν από αυτό. Οι διαβάσεις των απότομων υψωμάτων, από το Ραψομμάτη μέχρι το Ανεμοδούρι προς την Ασεατική, είναι πολύ πιο δύσκολες από το πέρασμα Βίγλες – Παλαιόχουνη, αλλά ακριβώς απέναντι από το Λεοντάρι το οποίο και εξυπηρετούσαν. Αντίστοιχα για την αρχαία Μεγαλόπολη, που ήταν στον Ελισσώνα ποταμό, το πέρασμα Βίγλες – Παλαιόχουνη ήταν η πιο σύντομη διαδρομή προς την Ασεατική και ταυτόχρονα η πλέον βατή διάβαση από κάθε άλλη μέχρι το Ανεμοδούρι.
Ο Παυσανίας βέβαια με το παραπάνω κείμενό του παραθέτει στοιχεία για την ασφαλή ταύτιση της πορείας της οδού, καθώς και του Αθήναιου, του Αφροδίσιου και των Αιμονιών, αναφέροντας ότι μετά τις Αιμονιές προχωρούμε ευθεία και συναντούμε πρώτα το Αφροδίσιον και μετά το Αθήναιον, το οποίο απέχει περίπου είκοσι στάδια από την Ασέα. Εάν ενώσουμε με μια ευθεία τον Αγ. Παντελεήμονα, που αναμφίβολα στην περιοχή του ήταν το Αθήναιον, όπως η απόσταση από την Ασέα υπαγορεύει, με τον Αγ. Γεώργιο (Αφροδίσιον) και προεκτείνουμε την ευθεία προς την περιοχή της Μεγαλόπολης, διερχόμαστε από τις Βίγλες και καταλήγουμε στην περιοχή της Μονής Μακρυσίου, όπου όπως προαναφέραμε ήταν οι Αιμονιές.
Έτσι και αλλιώς η ταύτιση των Αιμονιών στη θέση Ποτιστικά στα Περιβόλια πρέπει να αποκλεισθεί, γιατί αυτή η πανάρχαια πόλη που δεν υπήρχε τον 4ο αι. π.Χ. και ως εκ τούτου δεν συμμετείχε στη συνοίκηση της Μεγάλης Πόλης και που δεν είχε αφήσει κανένα απολύτως ίχνος της τον 2ο αι. μ.Χ. όταν περιηγήθηκε ο Παυσανίας, δεν μπορεί να τοποθετηθεί σε περιοχή που 18 αιώνες μετά, τον 20ο αι. μ.Χ., ήταν διάσπαρτη από επιφανειακά αρχαιολογικά ευρήματα πόλης. Ήδη, τα πρόσφατα ανασκαφικά επιγραφικά ευρήματα στα Ποτιστικά, από την Αρχαιολογική Υπηρεσία Τρίπολης (ΛΘ΄ ΕΠΚΑ), επιβεβαιώνουν τα παραπάνω και αποκλείουν τις Αιμονιές καθώς αναφέρονται σε πόλη που έχει σχέση με τον Ορέστη, δηλαδή το Ορέστειον.
Επειδή όμως υπάρχουν απόψεις ότι η πόλη Ορέστειον συνδέεται/ταυτίζεται με την πόλη Ορεσθάσιον, σε επόμενο άρθρο μας θα αναλύσουμε και την αρχαία τοπογραφία των περιοχών από τα Περιβόλια μέχρι τον ποταμό Ελισσώνα και θα καταδείξουμε ότι, όπως παραδίδουν οι αρχαίες πηγές, το Ορέστειον της Παρρασίας χώρας του Ορέστη του γιού του Αγαμέμνονα είναι ασφαλώς διαφορετική πόλη από το Ορεσθάσιον της Μαιναλίας χώρας του Ορεσθέα του γιού του Λυκάονα.
Νίκος Γ. Καρύδης
(Από το βιβλίο μου «Νότια Μεγαλοπολίτις»)
9. Ορεσθάσιον
Το Ορεσθάσιον ήταν μια πανάρχαια πόλη της Μαιναλίας χώρας, που ιδρύθηκε κατά τα προϊστορικά χρόνια από τον Ορεσθέα, έναν από τους γιούς του Λυκάονα που ήταν γιός του Πελασγού. Υπήρξε ακμάζουσα μέχρι τον 4ο π.Χ. αιώνα και συμμετείχε στη συνοίκηση της Μεγάλης Πόλης (371 π.Χ.), οπότε πλέον χωρίς πληθυσμό ερείπωσε και εξέλιπε (Παυσαν. Αρκαδ. 3,1 & 27,3).
Τον 7ο αι. π.Χ., το 659 π.Χ. (2ο έτος της 30ης ολυμπιάδας) οι Σπαρτιάτες επιτέθηκαν στην Αρκαδική πόλη Φιγαλία και την πολιόρκησαν, με αποτέλεσμα τελικά οι Φιγαλείς να εγκαταλείψουν την πόλη τους που καταλήφθηκε από τους Σπαρτιάτες. Οι Φιγαλείς φυγάδες πήγαν στους Δελφούς, όπου η Πυθία τους είπε ότι θα κατάφερναν να επιστρέψουν στην πόλη τους μόνο αν εκατό επίλεκτοι άνδρες από το Ορεσθάσιον τους βοηθούσαν και πέθαιναν πολεμώντας γι’ αυτούς. Σημειώνεται ότι το Παλλάντιον, το Ορεσθάσιον και η Φιγαλία ήταν αδελφές πόλεις που είχαν ιδρύσει τα αδέλφια, γιοί του Λυκάονα, Πάλλας, Ορεσθέας και Φίγαλος.
Όταν οι Ορεσθάσιοι έμαθαν για το χρησμό, άρχισαν να συναγωνίζονται για το ποιοί θα συμπεριληφθούν ανάμεσα στους εκατό που θα έπαιρναν μέρος στην εκστρατεία μαζί με τους Φιγαλείς. Οι εκατό που επιλέχθηκαν πραγματοποίησαν την προφητεία και σκοτώθηκαν πολεμώντας γενναία, αφού όμως έτρεψαν σε φυγή την Σπαρτιατική φρουρά και βοήθησαν τους Φιγαλείς να ανακαταλάβουν την πόλη τους. Στην αγορά της Φιγαλίας υπήρχε πολυάνδριο των επιφανών Ορεσθασίων και κάθε χρόνο γίνονταν εναγισμοί και τους αποδίδονταν τιμές ηρώων (Παυσαν. Αρκαδ. 39,3-5 & 41,1).
Τον 5ο αι. π.Χ., το 472 π.Χ. στην 77η ολυμπιάδα, αναδείχθηκε ολυμπιονίκης στην πυγμαχία παίδων ο Τέλλων ο Ορεσθάσιος όπως τον αναφέρει ο Παυσανίας (Ηλιακά, 10,9), ή Τέλλων ο Αρκάς Ορεσθάσιος όπως αναγράφεται στην αρχαία επιγραφή που βρέθηκε στην Ολυμπία (IvO 147,148): Τέλλων τόνδ’ ανέθηκε Δαήμονος υιός αγαυού Αρκάς Ορεσθάσιος παις από πυγμαχίας.
Όπως λοιπόν παραδίδουν οι αρχαίες πηγές, το Ορεσθάσιον ήταν μια ελεύθερη Αρκαδική πόλη της Μαιναλίας χώρας, που ανέδειξε ολυμπιονίκη και συμμετείχε μαζί με τις άλλες πόλεις των Μαιναλίων (και όχι των πρώην περιοίκων Αιγυτών) στη συνοίκηση της Μεγάλης Πόλης και ποτέ δεν υπήρξε περιοικίδα πόλη και περιοχή της Σπάρτης στη Λακωνική επικράτεια. Ακολουθώντας βέβαια την πολιτική της ηγέτιδας πόλης Τεγέας, η οποία είχε συμμαχήσει με τη Σπάρτη από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ. μέχρι το 371 π.Χ., ήταν και αυτή φιλικά διακείμενη στη Σπάρτη την ίδια περίοδο, όπως όλες οι πόλεις της Νότιας Μαιναλίας χώρας που ήταν κάτω από την πολιτική επιρροή και καθοδήγηση της ισχυρής Τεγέας και καθώς ήταν στην πορεία της κύριας στρατιωτικής οδού της Σπάρτης προς την Τεγέα, στάθμευαν στην περιοχή της τα στρατεύματα των Σπαρτιατών.
Ο Άγγλος αρχαιολόγος W. Loring («The Journal of Hellenic Studies», Vol. XV, 1895), ύστερα από επισταμένη έρευνα ταύτισε πρώτος το 1894 το Ορεσθάσιον στο λόφο της Αγ. Τριάδας του χωριού Πάπαρι, στον οποίο βρήκε σημαντικά αρχαιολογικά κατάλοιπα. Ο χαμηλός και μικρός λόφος αυτός είναι μεταξύ του Πάπαρι και του χωριού Μαρμαριά, τελευταία απόληξη της Τσεμπερούς προς τα βόρεια και αμέσως μετά αρχίζει ο κάμπος του υψίπεδου της Ασεατικής.
Παραθέτουμε τμήμα του χάρτη (“Map of the PLAIN OF ASEA”) του Ασεατικού υψίπεδου που σχεδίασε και δημοσίευσε ο Loring στη μελέτη του (“Some Ancient Routes in the Peloponnese”), όπου μεταξύ των χωριών Πάπαρι και Μαρμαριάς σημειώνει τη θέση του λόφου και γράφει: Chapel of Ag. Triada ORESTHASIUM.
Ο Loring αναζητώντας τα κατάλοιπα του Ορεσθάσιου ανατολικά της Τσεμπερούς και ενώ στην περιοχή της Μαρμαριάς δεν υπήρχαν ίχνη της αρχαιότητας (“no traces of antiquity”), οδηγήθηκε στο λόφο αυτό από κατοίκους του Πάπαρι, όπου, όπως και ο ίδιος διαπίστωσε, εκεί υπήρχαν ευδιάκριτα τέτοια ίχνη και όπως γράφει (σελ 29) μια μικρή ανασκαφή που έκανε έφερε πολλά περισσότερα από αυτά στο φως.
Στη νότια πλαγιά του λόφου είναι το εξωκλήσι της Αγ. Τριάδας, στους τοίχους του οποίου επισήμανε χτισμένους αρκετούς αρχαίους λιθόπλινθους (σελ. 29–30). Σημ.: Το εξωκλήσι τώρα είναι υπερυψωμένο και πανέμορφα ανακαινισμένο (φωτό).
Στη βόρεια πλαγιά του λόφου, σε απόσταση περίπου 200 μ. από την Αγ. Τριάδα, ήταν (δεν υπάρχει πλέον) το ερειπωμένο εξωκλήσι του Αϊ Γιαννάκη, όπου κρυμμένα στα ερείπιά του επισήμανε εντοιχισμένα πολλά κομμάτια μαρμάρινου αρχιτεκτονικού υλικού και μεταξύ των άλλων ένα θραύσμα δωρικού κιονόκρανου και μια ακέραια μετόπη και τρίγλυφο από δωρική ζωφόρο αρχαίου ναού (σελ.30). Όπως αναφέρει, τα μάρμαρα για την κατασκευή του ναού είχαν μεταφερθεί από μακριά, από τα Δολιανά και ως εκ τούτου θεωρεί ότι ο ναός στον οποίο ανήκαν ήταν σημαντικός και τα αποδίδει στο ναό της Άρτεμης, που ο Παυσανίας (Αρκαδ. 44,2) παραδίδει ότι υπήρχαν οι κίονές του ανάμεσα στα ερείπια του Ορεσθάσιου και έκρινε άξιο ιδιαίτερης μνείας. «Μετά δε Αιμονιάς εν δεξιά της οδού πόλεως εστιν Ορεσθασίου και άλλα υπολειπόμενα ες μνήμην και Αρτέμιδος ιερού κίονες έτι. Επίκλησις δε Ιέρεια τη Αρτέμιδι εστι».
Ο Loring λοιπόν ταύτισε το Ορεσθάσιον της Μαιναλίας χώρας στο λόφο της Αγ. Τριάδας του χωριού Πάπαρι, η θέση του οποίου και τα ευρήματα εκεί συμφωνούν απόλυτα με τις αρχαίες πηγές:
– Είναι στην πορεία της κύριας στρατιωτικής οδού της Σπάρτης προς την Τεγέα (Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Πλούταρχος) και καθώς γύρω εκτείνεται μεγάλης έκτασης πεδινή περιοχή του υψίπεδου, προσφερόταν για στάθμευση πολλών χιλιάδων ανδρών καθώς και ιππικού, υποζυγίων και αρμάτων.
– Είναι στα δεξιά της οδού Μεγάλης Πόλης – Ασέας, Παλλάντιου, Τεγέας μετά τις Αιμονιές και πριν την Ασέα (Παυσανίας), σε οπτική επαφή και σε κατάλληλη απόσταση, ώστε οδεύοντας ο Παυσανίας έβλεπε τα ερείπια της πόλης και ανάμεσά τους, τους κίονες του ναού της Άρτεμης ψηλά στη βόρεια πλαγιά του λόφου.
– Στο λόφο βρέθηκε αρχιτεκτονικό υλικό σημαντικού αρχαίου ναού (Άρτεμης).
– Η περιοχή αυτή ήταν πάντοτε Αρκαδική Μαιναλία χώρα και όχι περιοικίδα περιοχή της Σπάρτης στη Λακωνική επικράτεια.
Τρία χρόνια μετά τον Loring, περιηγήθηκε και ερεύνησε την περιοχή ο Σκωτσέζος ανθρωπολόγος και κλασσικός μελετητής J. G. Frazer, που αναφέρεται και αυτός στα ευρήματα του Loring στο λόφο της Αγ. Τριάδας και συμφωνεί ότι εκεί ήταν το Ορεσθάσιον («Pausanias’s Description of Greece», Vol. IV, 1898, σελ. 413).
Στη συνέχεια οι H. Hitzig – H. Blumner («Pausaniae Graeciae descriptio»), ο H. Kiepert («Formae Orbis Antiqui») και πολλοί άλλοι ερευνητές συμφωνούν επίσης με τον Loring και πρόσφατα σχετικά ο Αμερικανός καθηγητής του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια W. Kendrick Pritchett («Studies in Ancient Greek Topography», Part IV (Passes), 1982), ο οποίος ασχολήθηκε διεξοδικά με όλα τα θέματα που έχουν σχέση με το Ορεσθάσιον και εκπόνησε την εξαιρετική μελέτη “Oresthasion and the Passes of mount Tsemberou”, σελ. 29–63.
Ο πρώτος βέβαια που υποστήριξε ότι το Ορεσθάσιον ήταν στην ανατολική πλευρά της Τσεμπερούς, στο υψίπεδο της Ασεατικής, ήταν ο Άγγλος περιηγητής και στρατιωτικός W.M. Leake («Peloponnesiaca», 1846, σελ. 247–248).
Αναφέρουμε ότι ένας από τους πρώτους δήμους που ιδρύθηκαν το 1834 με το Β.Δ. της 9ης(21ης)–11–1834 (ΦΕΚ 16/12–5–1835), ήταν και ο δήμος Ορεσθάσιον της Μαντινείας, που αποτελείτο από τα χωριά Πάπαρι, Μαυρογιάννη, Κουτρουμπούχι (Δάφνη), Μανιάτη, Αλίκα (Αθήναιον), Κεραστάρι και Μαρμαριά, με έδρα το Πάπαρι που ταυτίσθηκε με το Ορεσθάσιον.
Νίκος Γ. Καρύδης
(Από το βιβλίο μου "Νότια Μεγαλοπολίτις")
10. Ιερό Άρτεμης – Αφροδίσιον
Ιερό Άρτεμης
Όπως έχουμε αναφέρει, ο Άγγλος αρχαιολόγος W. Loring, το 1894 επισήμανε μαρμάρινο αρχιτεκτονικό υλικό αρχαίου ναού εντοιχισμένο στα ερείπια του εξωκλησιού Αϊ Γιαννάκης, που ήταν στο λόφο της Αγ. Τριάδας και τα αποδίδει στο ιερό της Άρτεμης του Ορεσθάσιου που αναφέρει ο Παυσανίας (Αρκαδ. 44,2). Η μελέτη του «Some Ancient Routes in the Peloponnese», δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «The Journal of Hellenic Studies», Vol. XV, London 1895, σελ. 25–89.
Παρά το ότι ο Loring είναι σαφέστατος, όπως θα δούμε παρακάτω, ο κ Γ.Α. Πίκουλας, στο βιβλίο του «Η Νότια Μεγαλοπολιτική Χώρα» (σελ. 66–69), υποστηρίζει ότι ο Loring έχει κάνει λάθος στο σχέδιό του και ότι ο Αϊ Γιαννάκης (ερειπωμένος ήδη το 1894) δεν ήταν στο λόφο της Αγ. Τριάδας Πάπαρι αλλά πρόκειται για το εξωκλήσι Αϊ Γιάννης Θεολόγος που είναι κοντά στο παρακείμενο χωριό Μαρμαριά. Κατά τον κ. Πίκουλα δηλαδή δεν υπήρχαν αρχαιότητες στο λόφο της Αγ. Τριάδας, αλλά τα ευρήματα του Loring είναι εντοιχισμένα στον Αϊ Γιάννη Θεολόγο της Μαρμαριάς, που απέχει από εκεί περίπου 1,2 χλμ., με το μοναδικό επιχείρημα ότι τώρα δεν υπάρχει άλλο εξωκλήσι του Αϊ Γιάννη από το Πάπαρι μέχρι τη Μαρμαριά.
Γράφει δε (σελ. 67) ότι ο Loring ονομάζει τον Αϊ Γιαννάκη ως «Αϊ Γιαννάκη της Μαρμαριάς» και επίσης γράφει ότι: «Η παραδοχή – αναγνώριση του λανθασμένου σχεδίου του Loring ξεκαθαρίζει τα πράγματα. Η ταύτιση του “Αϊ Γιαννάκη” του Loring με τον Αϊ Γιάννη Θεολόγο πρέπει να θεωρείται περισσότερο από βέβαιη».
Επειδή τα όσα σχετικά υποστηρίζει ο κ. Πίκουλας, όχι μόνο δεν ξεκαθαρίζουν τα πράγματα αλλά αντίθετα τα περιπλέκουν και επιφέρουν σύγχυση στους μελετητές – ερευνητές, που οδηγούνται σε άλλη τοποθεσία και σε εσφαλμένα συμπεράσματα, είναι αναγκαίο να αποσαφηνισθεί που ακριβώς ήταν ο ήδη ερειπωμένος το 1894 Αϊ Γιαννάκης που αναφέρει ο Loring και ο οποίος φυσικά δεν υπάρχει πλέον.
Εκ προοιμίου θα μας επιτραπεί να σημειώσουμε, χρησιμοποιώντας την ίδια έκφραση, ότι περισσότερο από βέβαιο είναι ότι δεν υπάρχει κανένα απολύτως λάθος του Loring.
Αρχικά επισημαίνουμε ιδιαίτερα ότι είναι ανακριβές ότι ο Loring ονομάζει τον Αϊ Γιαννάκη ως «Αϊ Γιαννάκη της Μαρμαριάς». Πουθενά δεν αναφέρεται σε Αϊ Γιαννάκη της Μαρμαριάς. Σημ.: Τα κείμενα και σχέδια του Loring είναι στη διάθεση της εφημερίδας και κάθε ενδιαφερόμενου. Αντίθετα μάλιστα, ο Loring αναφέρει (σελ. 28) ότι στην περιοχή της Μαρμαριάς δεν υπήρχαν καθόλου ίχνη της αρχαιότητας (“no traces of antiquity”), τα οποία υπήρχαν μόνο στο λόφο της Αγ. Τριάδας Πάπαρι, που απέχει περίπου 2 χλμ. από τη Μαρμαριά.
Όπως γράφει ο Loring (σελ. 29–30), στη νότια πλαγιά του λόφου αυτού ήταν το εξωκλήσι της Αγ. Τριάδας και στη βόρεια πλαγιά του ίδιου λόφου το ερειπωμένο εξωκλήσι Αϊ Γιαννάκης: «On its southern slope is a chapel, still standing, of Ag. Triada (the Holy Trinity) and on its northern slope a ruined chapel of Ag. Giannakes (St. Johnny)». Στη συνέχεια του κειμένου του περιγράφει αναλυτικά τα εντοιχισμένα ευρήματά του στον ερειπωμένο Αϊ Γιαννάκη που τα αποδίδει ότι προέρχονται από το ναό της Άρτεμης του Ορεσθάσιου ταυτίζοντας και την πόλη στο λόφο αυτό.
Εκτός από το κείμενό του, ο Loring σχεδίασε και δημοσιεύει στη σελίδα 29 τοπογραφικό σχέδιο του λόφου, μεγάλης ακρίβειας με κλίμακα σε γυάρδες που το τιτλοφορεί: «Small hill between Papari and Marmaria (Site of ORESTHASIUM)». Στο σχέδιο αυτό που παραθέτουμε, στη νότια πλαγιά (κάτω δεξιά στο σχέδιο) σημειώνει με εικονίδιο την Αγ. Τριάδα και γράφει: «CHAPEL OF AG. TRIADA (WITH SOME ANCIENT BLOCKS)». Στη βόρεια πλαγιά (πάνω αριστερά) και σε απόσταση λιγότερη από 200μ. (περίπου 200 γυάρδες) σημειώνει επίσης με εικονίδιο τον ερειπωμένο Αϊ Γιαννάκη και γράφει: «RUINED CHAPEL OF AG. GIANNAKES (WHF.RE REMAINS OF A TEMPLE WERE FOUND)».
Στο κέντρο του σχεδίου, που αποτελεί την κορυφή του λόφου, αποτυπώνει τμήματα καταλοίπων τείχους (υπάρχουν ακόμη) αδιευκρίνιστης περιόδου και γράφει: «MISCELLANEOUS REMAINS OF DOUBTFUL PERIOD». Τέλος πάνω δεξιά στο σχέδιο έχει σημειώσει με βέλος την κατεύθυνση του βορρά.
Το τοπογραφικό σχέδιο αυτό, του σπουδαίου και έγκυρου αρχαιολόγου W. Loring, που επίσης έχει σχεδιάσει και αποτυπώσει τοπογραφικά με μεγάλη ακρίβεια πρώτος αυτός το 1894 και τα οχυρά Αθήναιον (Χελμός Σκορτσινού), Αγ. Κων/νος Σελλασίας και Αγ. Κων/νος Λιανού, ο κ. Πίκουλας, όπως προαναφέραμε, το θεωρεί λανθασμένο παραβλέποντας ότι ο Loring τα ίδια περιγράφει και με το κείμενό του.
Επισημαίνουμε ιδιαίτερα ότι το ερειπωμένο εξωκλήσι Αϊ Γιαννάκης του Loring δεν ήταν μεμονωμένο κάπου μεταξύ Πάπαρι και Μαρμαριάς, αλλά στον ίδιο και μικρό λόφο μαζί με το εξωκλήσι της Αγ. Τριάδας, σε απόσταση μόλις 200μ. μεταξύ τους και κατά συνέπεια είναι αδιανόητο και ακατανόητο να υποστηρίζεται ότι το 1894 ήταν (και είναι ακόμη) κοντά στην Μαρμαριά, περίπου 1,2 χλμ. μακριά από το λόφο στον οποίο είναι το εξωκλήσι της Αγ. Τριάδας Πάπαρι.
Σημειώνουμε ότι και ο J. G. Frazer, που μόλις τρία χρόνια μετά τον Loring επισκέφθηκε και ερεύνησε την περιοχή, αναφέρει επίσης ότι το εξωκλήσι της Αγ. Τριάδας και το ερειπωμένο εξωκλήσι του Αϊ Γιαννάκη ήταν στον ίδιο λόφο μεταξύ Πάπαρι και Μαρμαριάς («Pausanias’s Description of Greece», Vol. IV, σελ. 413): «The hill, which lies just to the right of the path from Papari to Marmaria, is one of the last outlying spurs of Mt. Tsimbarou. On its southern slope is a chapel of the Holy Trinity (Hagia Triada) and on its northern slope a chapel, now in ruins, of St. John (Hagios Giannakes)».
Ερευνώντας την περιοχή απευθυνθήκαμε σε ηλικιωμένους κατοίκους του Πάπαρι, οι οποίοι μας διαβεβαίωσαν ότι πράγματι ο ερειπωμένος Αϊ Γιαννάκης ήταν στο λόφο όπου είναι και η Αγ. Τριάδα και τα «χαλάσματά» του ήταν εμφανή περίπου μέχρι τα μέσα (1950) του προηγούμενου αιώνα. Αναφέρουμε τον κ. Μπαρδαμάσκο Βαγγέλη (91 ετών το 2014) που μας συνόδευσε εκεί και μας υπέδειξε τις σχετικές τοποθεσίες. Στη φωτό του λόφου που δημοσιεύουμε, αριστερά φαίνεται η Αγ. Τριάδα και δεξιά με κόκκινο βέλος έχουμε σημειώσει τη θέση που ήταν τα ερείπια του Αϊ Γιαννάκη.
Εξαντλώντας την έρευνα για τον Αϊ Γιαννάκη απευθυνθήκαμε και στην αρμόδια Ιερά Μητρόπολη Μαντινείας και Κυνουρίας, όπου τελικά είχαμε την πιο έγκυρη πληροφόρηση που θα μπορούσε να υπάρξει, από τον ίδιο τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη κ.κ. Αλέξανδρο. Κατά ευτυχή συγκυρία ο Σεβ. Μητροπολίτης έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στο χωριό Πάπαρι, γνωρίζει από πρώτο χέρι άριστα την περιοχή και μας κατέθεσε πρόθυμα την προσωπική του μαρτυρία. Μας διαβεβαίωσε λοιπόν κατηγορηματικά ότι και ο ίδιος είχε δει τα υπολείμματα των ερειπίων του Αϊ Γιαννάκη στο λόφο της Αγ. Τριάδας και μας έδωσε και τη σημαντική πληροφορία (που επανέλαβαν οι κάτοικοι του Πάπαρι) ότι και σήμερα η συγκεκριμένη τοποθεσία του λόφου διατηρεί την ονομασία «Αϊ Γιαννάκης». Με την άδειά του, αναφέρουμε την παραπάνω μαρτυρία του και τον ευχαριστούμε θερμά.
Αφροδίσιον
Όσον αφορά το εξωκλήσι του Αϊ Γιάννη Θεολόγου της Μαρμαριάς, που είναι περίπου 800 μ. ανατολικά από τη Μαρμαριά, από την έρευνά μας προέκυψε ότι ασφαλώς δεν υπήρχε στα χρόνια του Loring (1894) αλλά ότι κτίσθηκε τα μετέπειτα χρόνια, στις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα (1920–1930).
Σημειώνουμε ότι ενώ ο Loring αναφέρει ότι στα ερείπια του Αϊ Γιαννάκη βρήκε εντοιχισμένα πολλά κομμάτια μαρμάρινου αρχιτεκτονικού υλικού και μεταξύ των άλλων, ακέραια μετόπη και τρίγλυφο δωρικής ζωφόρου αρχαίου ναού, ο κ. Πίκουλας αναφέρει και περιγράφει (σελ. 66) μόνο δύο λιθόπλινθους εντοιχισμένους στον Αϊ Γιάννη Θεολόγο της Μαρμαριάς. Επισημαίνουμε δε, ότι, όπως και ο ίδιος αναφέρει (σελ. 67), η Madeleine Jost που επισκέφθηκε και ερεύνησε τον Αϊ Γιάννη Θεολόγο γράφει (Jost REA, 246 σημ. 1) ότι δεν παρατήρησε κανένα αρχιτεκτονικό υλικό.
Περαιτέρω ο κ. Πίκουλας υποστηρίζει (σελ. 67–68), ότι στον Αϊ Γιάννη Θεολόγο ήταν κάποιος υποτιθέμενος ναός της Αφροδίτης και τον ταυτίζει με το Αφροδίσιον που παραδίδει ο Παυσανίας (Αρκαδ. 44,2), παρά το ότι ο Παυσανίας δεν αναφέρει την ύπαρξη ναού στην περιοχή του Αφροδίσιου όπως αναφέρει αμέσως μετά για την περιοχή του Αθήναιου και παρά το ότι το Αφροδίσιον ήταν επί της οδού από τις Αιμονιές προς Ασέα (στον κάμπο) και όχι 1 χλμ. μακριά προς τα δεξιά (στο βουνό).
«Την δε ευθείαν ιόντι εξ Αιμονιών Αφροδίσιον τε εστιν ονομαζόμενον και μετ’ αυτό άλλο χωρίον το Αθήναιον. Τούτου δε εν αριστερά ναός εστιν Αθηνάς και άγαλμα εν αυτώ λίθου». Δηλαδή: «Μετά τις Αιμονιές, προχωρώντας ευθεία στον δρόμο, βρίσκεται το Αφροδίσιον και στη συνέχεια άλλη περιοχή που λέγεται Αθήναιον, αριστερά από το οποίο υπάρχει ναός της Αθηνάς και μέσα σ’ αυτόν μαρμάρινο άγαλμά της».
Σημ.: Όπως έχουμε αναλύσει (βλ. «Οδός Μεγάλης Πόλης – Παλλάντιου»), η περιοχή Αφροδίσιον ήταν στην περιοχή του εξωκλησιού του Αγ. Γεωργίου που είναι ΝΔ του χωριού Αθήναιον, η δε περιοχή Αθήναιον, στα αριστερά της οποίας οδεύοντας προς την αρχαία Ασέα (Κάτω Ασέα) υπήρχε ναός της Αθηνάς και μαρμάρινο άγαλμά της, ήταν στη περιοχή του εξωκλησιού του Αγ. Παντελεήμονα που είναι ΝΑ του χωριού Αθήναιον.
Νίκος Γ. Καρύδης
(Από το βιβλίο μου «Νότια Μεγαλοπολίτις»)
11. Ορέστειον – Ορεσθάσιον
Όπως παραδίδει ο Παυσανίας (Αρκαδ. 3,1) και έχουμε αναφέρει, το Ορεσθάσιον ιδρύθηκε από τον Ορεσθέα έναν από τους γιούς του Λυκάονα που ήταν γιός του Πελασγού: «Οι δε άλλοι παίδες του Λυκάονος πόλεις ενταύθα έκτιζον ένθα εκάστω μάλιστα ήν κατά γνώμην. Πάλλας μεν και Ορεσθεύς και Φίγαλος Παλλάντιον, Ορεσθεύς δε Ορεσθάσιον, Φιγαλίαν δε οικίζει Φίγαλος».
Ο Παυσανίας παραδίδει ακόμη (Αρκαδ. 27,3) ότι το Ορεσθάσιον ήταν πόλη της Μαιναλίας χώρας και έλαβε μέρος μαζί με τις άλλες πόλεις των Μαιναλίων στη συνοίκηση της Μεγάλης Πόλης: «Αλέα Παλλάντιον Ευταία Σουμάτιον Ασέα Περαιθείς Ελισσών Ορεσθάσιον Δίπαια Λύκαια. Ταύτας μεν εκ Μαινάλου».
Αλλά και ο Θουκυδίδης (Ιστορ. Ε΄ 64), αναφερόμενος στους Σπαρτιάτες που προχωρώντας προς την Τεγέα το 418 π.Χ. στάθμευσαν και ανασυντάχθηκαν στο Ορέσθειον (Ορεσθάσιον), ρητά παραδίδει ότι ήταν πόλη της Μαιναλίας χώρας: «Εχώρουν δε ες Ορέσθειον της Μαιναλίας».
Παρά τα παραπάνω που παραδίδουν οι αρχαίες πηγές, ο κ. Γ.Α. Πίκουλας («Η Νότια Μεγαλοπολιτική Χώρα», σελ. 107–112) υποστηρίζει ότι το Ορεσθάσιον / Ορέσθειον της Μαιναλίας χώρας, που οικίστηκε από τον Ορεσθέα το γιό του Λυκάονα που ήταν γιός του Πελασγού, είναι η ίδια πόλη με το Ορέστειον της Παρρασίας χώρας, που οικίστηκε από τον Ορέστη το γιό του Αγαμέμνονα του βασιλιά των Μυκηνών.
Ας δούμε όμως τι παραδίδουν οι αρχαίες πηγές για το Ορέστειον και την παρουσία του Ορέστη στην Παρρασία χώρα, στον κάμπο της Μεγαλόπολης, αφού θυμίσουμε ότι ο Ορέστης σκότωσε τη μητέρα του Κλυταιμήστρα και τον εραστή της Αίγισθο για να εκδικηθεί το φόνο, από αυτούς, του πατέρα του βασιλιά Αγαμέμνονα (συζύγου της Κλυταιμήστρας):
– Ο Ευριπίδης (5ος αι. π.Χ.) στην τραγωδία του «Ορέστης» (στίχοι 1643–1647), μετά τη μητροκτονία, εμφανίζει το θεό Απόλλωνα να δίνει εντολή στον Ορέστη, μεταξύ των άλλων, να αφήσει τα σύνορα της χώρας (Αργολίδας) και να κατοικήσει για ένα χρόνο στον κάμπο της Παρρασίας. Ο τόπος εκεί θα πάρει το όνομα του Ορέστη από τη φυγή του και θα τον λένε οι Αζάνες και οι Αρκάδες Ορέστειον.
«(…). Σε δ’ αυ χρεών,
Ορέστα, γαίας τήσδ’ υπερβαλόνθ’ όρους
Παρράσιον οικείν δάπεδον ενιαυτού κύκλον.
Κεκλήσεται δε σης φυγής επώνυμον
Αζάσιν Αρκάσιν τ’ Ορέστειον καλείν».
– Στη δε τραγωδία του «Ηλέκτρα» (στίχοι 1273–1275), ο Ευριπίδης εμφανίζει τους Διόσκουρους Κάστορα και Πολυδεύκη, που ήταν αδέλφια της Κλυταιμήστρας, να λένε στον Ορέστη ότι όπως όρισαν γι’ αυτόν ο Δίας και η Μοίρα πρέπει να κατοικήσει σε Αρκαδική πόλη στις ροές του Αλφειού κοντά στο Λύκαιο όρος και η πόλη αυτή θα πάρει το όνομά της από το δικό του.
«Σε δ’ Αρκάδων χρη πόλιν επ’ Αλφειού ροαίς
οικείν Λυκαίου πλησίον σηκώματος.
Επώνυμος δε σου πόλις κεκλήσεται».
Όπως λοιπόν παραδίδει ο Ευρυπίδης στις τραγωδίες του «Ορέστης» και «Ηλέκτρα», ο μητροκτόνος Ορέστης έλαβε εντολή από τους θεούς να φύγει από την Αργολίδα και να κατοικήσει στην Παρρασία χώρα της Αρκαδίας, στον κάμπο της Μεγαλόπολης («Παρράσιον δάπεδον») στις ροές του Αλφειού («επ’ Αλφειού ροαίς») κοντά στο Λύκαιο όρος («Λυκαίου πλησίον σηκώματος»), όπου η πόλη και ο τόπος εκεί θα πάρουν το όνομά του και θα λέγονται Ορέστειον.
– Ο αρχαίος σχολιαστής του Ευριπίδη (απόσπασμα FGrHist 3 F 135) διασώζει χωρίο του Φερεκύδη του Αθηναίου (5ος αι. π.Χ.) που αναφέρεται στους παραπάνω στίχους 1645–1647 της τραγωδίας «Ορέστης». (Βλ.: Felix Jacoby, «Die Fragmente der griechischen Historicer» καθώς και: Robert L. Fowler, «Early Greek Mythography», Vol. 1, σελ. 346, Oxford University Press 2000 κ.ά.).
Ο Φερεκύδης ιστορεί ότι οι Ερινύες (σημ.: οι ανελέητες φοβερές σκοτεινές σκυλομάτες θεές με τα φρικτά τους φίδια) καταδιώκουν τον Ορέστη ο οποίος καταφεύγει στο ιερό της Άρτεμης, ικέτης στο βωμό της. Οι δε Ερινύες έρχονται εναντίον του θέλοντας να τον θανατώσουν, αλλά η Άρτεμη τις εμποδίζει. Γι’ αυτό και η πόλη αυτή Ορέστειον ονομάζεται από τον Ορέστη. «Ο δε Φερεκύδης (ιστορεί), ότι και έπειτα τον Ορέστην αι Ερινύες διώκουσιν, ο δε καταφεύγει εις το ιερόν της Αρτέμιδος και ίζει ικέτης προς τω βωμώ. Αι δε Ερινύες έρχονται επ’ αυτόν θέλουσαι αποκτείναι. Και ερύκει αυτάς η Άρτεμις. Εξ ου και η πόλις αύτη Ορέστειον καλείται από Ορέστου».
Και συνεχίζοντας ο Φερεκύδης, επιβεβαιώνοντας τον Ευριπίδη, παραδίδει ρητά ότι το Ορέστειον που πήρε το όνομά του από τον Ορέστη είναι πόλη της Παρρασίας χώρας. «Το δε Ορέστειον της Παρρασίας κεχώρισται και αύτη πόλις ούσα της Αρκαδίας κληθείσα από Ορέστου».
Ο σχολιαστής ακόμη αναφέρει (FGrHist 12 F 25) ότι ο Ασκληπιάδης ο Τραγίλος ιστορεί πως ο Ορέστης πέθανε στο Ορέστειον από δάγκωμα φιδιού. «Ο δε Ασκληπιάδης ιστορεί υπό όφεως δηχθέντα αυτόν εκεί τελευτήσαι».
– Ο Παυσανίας (Αρκαδ. 34,1–3) περιγράφοντας το δρόμο από τη Μεγάλη Πόλη προς τη Μεσσήνη παραδίδει (σε μετάφραση εκδόσ. «Κάκτος»): «Εφτά στάδια μετά τη Μεγαλόπολη στο δρόμο για τη Μεσσήνη, στ’ αριστερά της λεωφόρου, υπάρχει ιερό των θεών. Οι θεές ονομάζονται Μανίες και το ίδιο και η περιοχή γύρω από το ιερό. Νομίζω ότι πρόκειται για την επίκληση των Ευμενίδων και λένε ότι εδώ ο Ορέστης καταλήφθηκε από μανία εξαιτίας του φόνου της μητέρας του. (Σημ.: Ευμενίδες αποκαλούνταν κατ’ ευφημισμό οι φοβερές Ερινύες).
Κοντά στο ιερό υπάρχει μικρό ανάχωμα, πάνω στο οποίο είναι τοποθετημένο λίθινο δάχτυλο, γι’ αυτό και το ανάχωμα ονομάζεται Δακτύλου μνήμα. Λένε ότι ο Ορέστης πάνω στη μανία του έφαγε το δάχτυλο του αριστερού του χεριού. Αμέσως μετά υπάρχει ένα άλλο μέρος που λέγεται Άκη [θεραπεία], επειδή εδώ ο Ορέστης θεραπεύτηκε από την αρρώστια. Σ’ αυτό το μέρος υπάρχει επίσης ιερό των Ευμενίδων.
Όταν οι θεές επρόκειτο να τρελάνουν τον Ορέστη, λένε ότι εμφανίστηκαν μπροστά του ως μαύρες φιγούρες. Ο Ορέστης έφαγε το δάχτυλό του και αυτές ξαφνικά έγιναν άσπρες. Αυτός μόλις τις είδε γαλήνεψε. Τότε πρόσφερε εναγισμούς στις μαύρες, για να απομακρύνει την οργή τους και στη συνέχεια θυσίασε στις λευκές θεές. Συνηθίζουν να θυσιάζουν σ’ αυτές και μαζί στις Χάριτες. Κοντά στην Άκη υπάρχει και ιερό που ονομάζεται Κουρείο. Το λένε έτσι επειδή ο Ορέστης, όταν ήρθε στα λογικά του, έκοψε εδώ τα μαλλιά του». (Σημ.: Το κούρεμα των μαλλιών ήταν για τους αρχαίους ένδειξη πένθους).
Ο Παυσανίας λοιπόν που περιηγήθηκε την περιοχή τον 2ο αι. μ.Χ., επαληθεύει τους Ευριπίδη και Φερεκύδη (5ος π.Χ.) και τεκμηριώνει την παρουσία του Ορέστη στον κάμπο της Μεγαλόπολης (σημ.: στο «Παρράσιον δάπεδον»), καθώς εκεί βρήκε και περιγράφει τα ιερά και τις τοποθεσίες που σχετίζονται με τον Ορέστη.
– Ο Στέφανος Βυζάντιος (6ος μ.Χ.), σε διάφορα σχετικά με τον Ορέστη λήμματά του, αναφέρει τα εξής:
«Μεγάλη πόλις, πόλις Αρκαδίας, ην συνώκισαν άνδρες Αρκάδες μετά τα Λευτρικά. Εκαλείτο δε κατά το ήμισυ μέρος Ορεστία, από της του Ορέστου παρουσίας. Οι δε πολίται Ορέστιοι και Μεγαλοπολίται».
«Ορεστία… έστι και άλλη εν Αρκαδία Ορεστία ην Ευδαίμων και Ώρος δια της διφθόγγου γράφουσι, την Ορέστειον».
«Ορέσται… αυτός δε υπό εχίδνης δηχθείς θνήσκει εις χωρίον της Αρκαδίας, το λεγόμενον Ορέστειον. Λέγεται και θηλυκόν Ορεστίς και Ορεστιάς».
Και ο Στέφανος Βυζάντιος λοιπόν επιβεβαιώνει την παρουσία του Ορέστη στον κάμπο της Μεγαλόπολης, στο Ορέστειον (ή Ορεστίς ή Ορεστιάς ή Ορεστία) όπου και πέθανε εκεί από δάγκωμα οχιάς. Όπως μάλιστα παραδίδει ο Στέφανος Βυζάντιος, η μισή Μεγάλη Πόλη (το νότιο τμήμα της στην αριστερή όχθη του Ελισσώνα όπου και το αρχαίο θέατρο) λεγόταν Ορεστία από τον Ορέστη και οι κάτοικοί της εκτός από Μεγαλοπολίτες λέγονταν και Ορέστιοι.
Το Υπουργείο Πολιτισμού, με την ηλεκτρονική έκδοσή του «2000–2010 Από το ανασκαφικό έργο των Εφορειών Αρχαιοτήτων» Αθήνα 2012 (βλ. www.culture.gr), παρουσιάζει το ανασκαφικό έργο των υπηρεσιών του σε όλη την Ελλάδα κατά τη δεκαετία 2000 – 2010.
Στο νομό Αρκαδίας, μεταξύ των άλλων, γίνεται αναφορά και στα αρχαιολογικά ευρήματα των σωστικών ανασκαφών που έγιναν από την Αρχαιολογική Υπηρεσία Τρίπολης (ΛΘ΄ ΕΠΚΑ) στη θέση «Ποτιστικά» ΒΑ του χωριού Περιβόλια, στην υπό κατασκευή συνδετήρια οδό με τη Μεγαλόπολη του νέου αυτοκινητόδρομου Τρίπολη – Καλαμάτα. Όπως δημοσιεύεται (σελ. 126–127), στην περιοχή «Ποτιστικά» ήλθαν σταδιακά στο φως τμήματα οικοδομικών νησίδων που ορίζονται από καλοσχηματισμένους κάθετους και οριζόντιους λιθοστρωμένους δρόμους και αποκαλύφθηκε αρχαία πόλη με οργανωμένο πολεοδομικό σύστημα. Η κεραμική χρονολογείται στα γεωμετρικά, αρχαϊκά και κλασικά χρόνια και ειδικότερα από τον 8ο μέχρι τον 4ο π.Χ. αιώνα.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα παρουσίασε ο αρχαιολόγος της ΛΘ΄ ΕΠΚΑ Σταμάτης Φριτζίλας, που ήταν υπεύθυνος των ανασκαφών αυτών, στο Διεθνές Συνέδριο που έγινε στην Τρίπολη το Νοέμβριο του 2012 με θέμα «Το αρχαιολογικό έργο στην Πελοπόννησο». Τα Πρακτικά του Συνεδρίου δεν έχουν ακόμη δημοσιευθεί ώστε να έχουμε τη δυνατότητα να γνωρίζουμε τα όσα ανακοινώθηκαν για να αναφερθούμε σχετικά. Όπως όμως έχουμε πληροφορηθεί αρμοδίως από τον κ. Φριτζίλα, η αρχαιολογική σκαπάνη, εκτός των άλλων, αποκάλυψε και πολύτιμα επιγραφικά ευρήματα που αναφέρονται στον Ορέστη και ταυτοποιούν την αρχαία πόλη αυτή με το Ορέστειον που οικίσθηκε από τον Ορέστη το γιο του Αγαμέμνονα.
Η ανακάλυψη αυτή είναι πολύ σημαντική καθώς επαληθεύει τις αρχαίες πηγές (Ευριπίδη, Φερεκύδη, Ασκληπιάδη, Παυσανία, Στέφ. Βυζάντιο) και τεκμηριώνει αδιαμφισβήτητα την παρουσία του Ορέστη, μετά τη μητροκτονία, στην περιοχή (όπου και πέθανε από δάγκωμα φιδιού) και τη μετέπειτα ηρωολατρεία του.
Η θέση του Ορέστειου στα «Ποτιστικά» ΒΑ από τα Περιβόλια συμφωνεί απόλυτα με όλα όσα παραδίδουν οι αρχαίες πηγές. Η περιοχή αυτή ήταν περιοχή της αρχαίας Παρρασίας χώρας στην οποία βρισκόταν και το Ορέστειον («Ορέστειον της Παρρασίας»), στον κάμπο της Μεγαλόπολης («Παρράσιον δάπεδον»), στις ροές του Αλφειού («επ’ Αλφειού ροαίς») κοντά στο Λύκαιο όρος («Λυκαίου πλησίον σηκώματος»), όπως παραδίδουν για τη θέση του Ορέστειου ο Ευριπίδης και ο Φερεκύδης.
Η Παρρασία χώρα δεν περιοριζόταν στο ανατολικό τμήμα του Λυκαίου όρους, στις ανατολικές υπώρειές του και χαμηλά μέχρι και δυτικά του τμήματος του Αλφειού από το χωριό Τριπόταμο προς την Καρύταινα. Όπως παραδίδει ο Θουκυδίδης (Ιστοριών Ε΄ 33) και έχουμε αναλύσει στο άρθρο «ΣΚΙΡΙΤΙΣ», η Παρρασία εκτεινόταν προς τα ανατολικά και συνόρευε με τη Σκιρίτιδα (που ήταν τμήμα της ευρύτερης Αιγύτιδας) η οποία ανήκε στη Λακωνική επικράτεια. Τα ακριβή όρια της Παρρασίας (Αρκαδίας) με τη Σκιρίτιδα (Λακωνία), όπως επίσης παραδίδει ο Θουκυδίδης (Ιστοριών Ε΄ 54), ήταν στο ύψος της περιοχής του Λεύκτρου (Λεονταρίου). Φυσικό όριο ήταν το τμήμα του Αλφειού που κατέρχεται από την Τσεμπερού μεταξύ των χωριών Ραψομμάτη και Ανεμοδούρι μέχρι χαμηλά του Λεονταρίου, το οποίο οι χωρικοί (κυρίως οι παλαιότεροι) στο ύψος του χωριού Ρούτσι αποκαλούν Γουδάνη.
Κατά συνέπεια ο κάμπος της Μεγαλόπολης (που άλλωστε ο Ευριπίδης αποκαλεί «Παρράσιον δάπεδον») και η περιοχή των χωριών Περιβόλια και Ραψομμάτη μέχρι τον Αλφειό (Γουδάνη) δυτικά από το Ρούτσι ήταν Παρρασία χώρα.
Δυτικότερα από τα Περιβόλια και το Ορέστειον ήταν οι τοποθεσίες και τα ιερά που σχετίζονται με τον Ορέστη και τη λατρεία του και περιγράφει ο Παυσανίας με το κείμενό του (Αρκαδ. 34) που παραθέσαμε στο προηγούμενο άρθρο μας, ήτοι η περιοχή και το ιερό των Μανιών (Ερινύων), η περιοχή Άκη (θεραπεία) και το ιερό των Ευμενίδων, το ιερό Κουρείον και του Δακτύλου το μνήμα.
Όπως παραδίδει ο Παυσανίας, οι τοποθεσίες και τα ιερά αυτά ήταν στα αριστερά του δρόμου από τη Μεγάλη Πόλη για τη Μεσσήνη, εφτά στάδια μετά τη Μεγάλη Πόλη («Εκ δε Μεγάλης πόλεως ιόντι ες Μεσσήνην και σταδίους μάλιστα προελθόντι επτά, εστίν εν αριστερά της λεωφόρου θεών ιερόν. Καλούσι δε και αυτάς τας θεάς και την χώραν την περί το ιερόν Μανίας…») και σε απόσταση περίπου δέκα πέντε σταδίων από τον Αλφειό στο σημείο που χύνεται σε αυτόν ο Γαθεάτας («Εκ Μανιών δε οδός επί τον Αλφειόν εστίν όσον πέντε σταδίων και δέκα. Κατά τούτο Γαθεάτας ποταμός εκδίδωσιν ες τον Αλφειόν…»).
Μετρώντας αφενός εφτά στάδια (1.295μ.) ευθεία προς τα νότια, από το βόρειο άκρο περίπου της σημερινής Μεγαλόπολης που ήταν το νότιο άκρο της αρχαίας πόλης και αφετέρου δέκα πέντε περίπου στάδια (2.775μ.) προς τα βόρεια, από το σημείο που χύνεται ο Γαθεάτας/Ξερίλας στον Αλφειό ανατολικά του Τριπόταμου, βρίσκουμε το σημείο στα αριστερά/ανατολικά του οποίου οδεύοντας από τη Μεγάλη Πόλη ήταν οι τοποθεσίες και τα ιερά. Το σημείο αυτό είναι στο ύψος του επαρχιακού δρόμου που από τα Περιβόλια οδηγεί στη Μεγαλόπολη, δυτικότερα από τον κόμβο με την παλαιά Εθνική Οδό Τρίπολης – Καλαμάτας και την είσοδο προς τη Μεγαλόπολη, στο νότιο άκρο της πόλης μετά τα τελευταία κτίσματα.
Κατά συνέπεια, οι τοποθεσίες και τα ιερά της λατρείας του Ορέστη ήταν αμέσως δυτικά από την παλαιά Εθνική Οδό Τρίπολης – Καλαμάτας στο ύψος του κόμβου της εισόδου προς τη Μεγαλόπολη, δεδομένου ότι, όπως παραδίδει ο Παυσανίας και προαναφέραμε, ήταν στα αριστερά του δρόμου οδεύοντας από τη Μεγάλη Πόλη προς τη Μεσσήνη, δηλαδή ανατολικά προς τα Περιβόλια.
Λίγο ανατολικότερα, έξω από τα Περιβόλια, στη δεξιά πλευρά του δρόμου από τα Περιβόλια προς τη Μεγαλόπολη είναι το νεκροταφείο του χωριού και η κοιμητηριακή εκκλησία Αγ. Μαρίνα. Όπως είναι γνωστό, η εκκλησία αυτή είναι διαπιστωμένα χτισμένη στη θέση αρχαίου Δωρικού ναού που πρώτος επισήμανε ο Άγγλος αρχαιολόγος William Gell και κατέγραψε τα αρχαιολογικά κατάλοιπά του στο βιβλίο “Itinerary of the Morea”, 1817, σελ. 97. Τον ακολουθούν ο Edward Dodwell, “A Classical and Topographical Tour through Greece”, Vol. II, 1819, σελ. 376-377, ο Ludwig Ross, “Reisen und Reiserouten durch Griechenland”, 1841, σελ. 84, ο William Loring, “The Journal of Hellenic Studies”, Vol. XV, 1895, σελ. 31, ο J.G. Frazer, “Pausanias’s Description of Greece”, Vol. IV, 1898, σελ. 412 και άλλοι.
Πιθανότατα ο αρχαίος ναός αυτός πρόκειται για το ιερό της Άρτεμης στο οποίο, όπως παραδίδει ο Φερεκύδης (FGrHist 3 F 135), κατέφυγε ο μητροκτόνος Ορέστης ικέτης στο βωμό του καταδιωκόμενος από τις φοβερές Ερινύες που ήθελαν να τον θανατώσουν και η Άρτεμη τις εμπόδισε. Γι’ αυτό, συνεχίζει ο Φερεκύδης, και η πόλη αυτή (σημ.: που αποκαλύφθηκε στην παρακείμενη τοποθεσία «Ποτιστικά») Ορέστειον ονομάζεται από τον Ορέστη («…Εξ ου και η πόλις αύτη Ορέστειον καλείται από Ορέστου»).
Όπως λοιπόν προκύπτει από τις αρχαίες πηγές και τα αρχαιολογικά ευρήματα, στην περιοχή του χωριού Περιβόλια ήταν η πόλη Ορέστειον και το ιερό της Άρτεμης στο οποίο κατέφυγε ο Ορέστης και ευθεία δυτικότερα οι τοποθεσίες και τα ιερά της μετέπειτα ηρωολατρείας του.
Ορισμένοι, παρά τα όσα παραδίδουν οι αρχαίες πηγές, ακολουθώντας τον κ. Γ.Α. Πίκουλα θεωρούν ότι το Ορέστειον είναι η ίδια πόλη με το Ορεσθάσιον και έτσι τοποθετούν τώρα το Ορεσθάσιον στα Περιβόλια, εκεί που ανακαλύφθηκε το Ορέστειον απορρίπτοντας το Ανεμοδούρι που το τοποθετεί ο κ. Πίκουλας.
Το Ορεσθάσιον βέβαια, όπως έχουμε αναλύσει σύμφωνα με όσα παραδίδουν οι αρχαίες πηγές, ήταν στο υψίπεδο της Ασεατικής στη Μαιναλία χώρα, στις απολήξεις της Τσεμπερούς μεταξύ Πάπαρι και Μαρμαριάς και όχι ασφαλώς στο Ανεμοδούρι που ήταν Σκιρίτιδα και ανήκε στη Λακωνική επικράτεια ή στα Περιβόλια που ήταν Παρρασία χώρα.
Το Ορεσθάσιον / Ορέσθειον ήταν πόλη της Μαιναλίας χώρας που οικίστηκε από τον Ορεσθέα (ο Ορεσθεύς) το γιο του Λυκάονα, ενώ το Ορέστειον ήταν πόλη της Παρρασίας χώρας που οικίσθηκε από τον Ορέστη το γιο του Αγαμέμνονα. Επισημαίνεται ότι ο Θουκυδίδης, που παραδίδει ότι το Ορεσθάσιον / Ορέσθειον ήταν πόλη της Μαιναλίας και οι Ευριπίδης και Φερεκύδης, που παραδίδουν ότι το Ορέστειον ήταν πόλη της Παρρασίας, ήταν σύγχρονοι. Και οι τρεις έζησαν και έγραψαν τον 5ο π.Χ. αιώνα. Εάν λοιπόν επρόκειτο για την ίδια πόλη, είναι αδύνατον να βρισκόταν την ίδια χρονική περίοδο ταυτόχρονα σε δύο διαφορετικές χώρες, δηλαδή και στη Μαιναλία και στην Παρρασία χώρα!
Το BA τμήμα του κάμπου της Μεγαλόπολης από τα Περιβόλια μέχρι τον ποταμό Ελισσώνα, η Ορεσθίς όπως αποκαλεί την περιοχή αυτή ο Θουκυδίδης (Ιστορ. Δ΄ 134), ήταν η περιοχή της Παρρασίας που κατοίκησε και λατρεύτηκε ο Ορέστης και δεν έχει καμιά σχέση με τον Ορεσθέα, το Ορεσθάσιον και τη Μαιναλία χώρα, η οποία ήταν ανατολικά της Τσεμπερούς από το υψίπεδο της Ασεατικής και βορειότερα. Στο νότιο τμήμα της περιοχής αυτής (της Ορεσθίδος) ήταν η πόλη Ορέστειον (ή Ορεστίς ή Ορεστιάς ή Ορεστία) του Ορέστη και τα ιερά της λατρείας του, στο δε βόρειο τμήμα της μέχρι τον Ελισσώνα εκτεινόταν το μισό/νότιο τμήμα της Μεγάλης Πόλης, το οποίο, όπως παραδίδει ο Στεφ. Βυζάντιος, λεγόταν Ορεστία από την παρουσία του Ορέστη και οι κάτοικοι εκτός από Μεγαλοπολίτες λέγονταν και Ορέστιοι. «Μεγάλη Πόλις, πόλις Αρκαδίας, ην συνώκισαν άνδρες Αρκάδες μετά τα Λευκτρικά. Εκαλείτο δε κατά το ήμισυ μέρος Ορεστία, από της του Ορέστου παρουσίας. Οι δε πολίται Ορέστιοι και Μεγαλοπολίται».
Όπως έχουμε αναφέρει, ο διακεκριμένος Αμερικανός καθηγητής του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια W. Kendrick Pritchett ασχολήθηκε διεξοδικά με όλα τα θέματα που έχουν σχέση με το Ορεσθάσιον και εκπόνησε την εξαιρετική μελέτη “Oresthasion and the Passes of mount Tsemberou”, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «Studies in Ancient Greek Topography», Part IV (Passes), 1982, σελ. 29–63. Το Ορεσθάσιον της Μαιναλίας χώρας, που το ταυτίζει στην Αγία Τριάδα Πάπαρι συμφωνώντας με τους W. Loring, J.G. Frazer και πολλούς άλλους, το διαχωρίζει βέβαια από το Ορέστειον της Παρρασίας και, μεταξύ των πολλών άλλων, γράφει χαρακτηριστικά (σελ. 44) ότι το Ορεσθάσιον δεν έχει καμιά σχέση με την Παρρασία χώρα ή το τμήμα της Παρρασίας που ονομαζόταν Ορεσθίς: “Oresthasion, then, was neither in Parrhasia nor in that part of Parrhasia known as Oresthis”.
Τέλος θυμίζουμε ότι το Ορεσθάσιον ήταν στην πορεία της κύριας στρατιωτικής αμαξήλατης οδού της Σπάρτης προς την Τεγέα.
Εάν το Ορεσθάσιον ήταν στα Περιβόλια, έπρεπε οι Σπαρτιάτες για να μεταβούν από τις πηγές του Ευρώτα στην Ασεατική να μην ακολουθούσαν την ομαλή, απρόσκοπτη και σύντομη διαδρομή που οδηγεί κατ’ ευθείαν στην Ασεατική, περίπου στην ίδια πορεία με το σημερινό αλλά και διαχρονικό δρόμο Λακωνική – Σκορτσινού – Πάπαρι – Ασέα. Οι Σπαρτιάτες, συνεχίζοντας για πολλά ακόμη χιλιόμετρα ακολουθώντας τεθλασμένη πορεία, έπρεπε να φθάσουν στα Περιβόλια και από εκεί, για να ανέβουν στο υψίπεδο της Ασεατικής και να συνεχίσουν ανατολικά προς Ασέα – Τεγέα, έπρεπε τα στρατεύματα και τα άρματά τους να «σκαρφαλώσουν» στα απότομα υψώματα της περιοχής. (Σημ.: Στην αρχαιότητα βέβαια δεν υπήρχε η μήκους 1.300μ. σήραγγα Ραψομμάτη).
Κατά συνέπεια μια τέτοια διαδρομή των Σπαρτιατικών στρατευμάτων από τη Σπάρτη στην Τεγέα, μέσω Περιβολίων, είναι ασφαλώς αδιανόητη και εντελώς παράλογη.
Νίκος Γ. Καρύδης
(Από το βιβλίο μου «Νότια Μεγαλοπολίτις»)
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “ΝΕΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ” Μπουμπουλίνας 26 - Δάφνη, Τηλ. 210-9311183, κιν. 6944-454439. E-mail: [email protected].
Θα το βρείτε στα βιβλιοπωλεία “ΔΕΓΡΑΣ” και “ΕΠΙΛΟΓΗ” στη Μεγαλόπολη, “ΏΡΑ” στην Τρίπολη και “ΦΡΑΓΚΙΟΥΔΑΚΗ” στην Ηλιούπολη.
Το Πάπαρι είναι ένα μικρό χωριό, που βρίσκεται 30 περίπου χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Τρίπολης κοντά τόσο στον παλιό, όσο και στον νέο οδικό άξονα, που συνδέει την Τρίπολη με την Μεγαλόπολη και την Καλαμάτα.
Στην ίδια περίπου θέση βρισκόταν ο προϊστορικός οικισμός του Ορεσθασίου, τον οποίο, σύμφωνα με τον μύθο, είχε ιδρύσει ο εγγονός του Πελασγού και γιος του Λυκάονα Ορεσθέας.
Κατά την αρχαιότητα ο οικισμός αναφέρεται από τους αρχαίους συγγραφείς Ηρόδοτο, Θουκυδίδη και Ξενοφώντα, ενώ τον 2ο αιώνα μετά Χριστόν ο περιηγητής Παυσανίας διαπιστώνει την τέλεια παρακμή του Ορεσθασίου.
Από τότε και για περίπου 1500 χρόνια δεν υπάρχουν πληροφορίες για το Ορεσθάσιο. Κατά την περίοδο, όμως, της β’ Ενετοκρατίας (1685-1715) εμφανίζεται να κατοικεί στην περιοχή ο Ιερέας Νικόλαος Πάπαρης, ο οποίος μαζί με την οικογένειά του φαίνεται να είναι οι πρώτοι οικιστές του νέου οικισμού, στον οποίο και δίνουν το όνομά τους.
Ο οικισμός, όμως, δεν φαίνεται να έχει δημιουργηθεί μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα, καθώς δεν αναφέρεται κατά την απογραφή του Ενετού Προνοητή του Μοριά Γριμάνι, που διενεργήθηκε το 1697. Αυτό πιθανόν να σήμαινε ότι είτε ο οικισμός ήταν μικρός και ίσως υπαγόταν σε κάποια γειτονική Κοινότητα, είτε δημιουργήθηκε λίγο αργότερα, πιθανώς στις αρχές του 18ου αιώνα.
Πάντως, κατά την διάρκεια του 18ου αιώνα ο οικισμός του Πάπαρι αναφέρεται κατ’ επανάληψη από τους ξένους περιηγητές στην Ελλάδα. Σημαντικό γεγονός, που συμβαίνει κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας στο χωριό, είναι η ανέγερση του Ναού του Αγίου Νικολάου, ο οποίος και αποτέλεσε, και συνεχίζει μέχρι σήμερα να είναι το επίκεντρο της πνευματικής και κοινωνικής ζωής του χωριού.
Ο Ναός οικοδομήθηκε σε χώρο, όπου προϋπήρχε άλλος παλαιότερος Ναός, ο οποίος λόγω της παλαιότητάς του κατερειπώθηκε. Ο Ναός φαίνεται να οικοδομείται μεταξύ των ετών 1806-1809, όπως προκύπτει από δύο στοιχεία. Το πρώτο είναι μια αναγραφή στη μικρή πορτούλα του ιερού Βήματος του Ναού, όπου μέχρι πρότινος διακρίνονταν σκαλισμένο το έτος 1806 και τα γράμματα ΙΟΥΛ. Αυτό το σκάλισμα πιθανόν να μας πληροφορεί για τον χρόνο έναρξης της ανέγερσης του Ναού, δηλαδή τον Ιούλιο του 1806.
Η δεύτερη και σημαντικότερη πληροφορία είναι η αναγραφή που βρίσκεται καταχωρημένη σε ένα παλαιό Ευαγγέλιο, το οποίο εκδόθηκε στην Βενετία το 1745 και όπου σημειώνονται τα εξής: «αωθ (1809) Τελιόθηκε ο Ναός του αη Νικόλα εφ Ηγεμόνος ΒΕΛΗ του Ηπιρότου».
Η ανέγερση, πάντως, του Ναού μας γεννά μια σειρά από ερωτήματα, τα οποία, προς το παρόν, είναι δύσκολο να απαντηθούν. Γνωρίζοντας ότι οι άδειες, που έδιναν οι Τούρκοι για την ανέγερση η την επισκευή Ναών, είχαν διάρκεια λίγων μόλις εβδομάδων, γιατί η ανέγερση του Ναού του Αγίου Νικολάου κράτησε τόσα χρόνια; Λόγω οικονομικών δυσκολιών η εξαιτίας άλλων γεγονότων; Έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι η άδεια για την ανέγερση του Ναού δόθηκε από τον προκάτοχο του Βελή πασά; Χρειάστηκε ανανέωση της άδειας ανέγερσης;
Τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης στο Πάπαρι η στην περιοχή γύρω από αυτό συμβαίνουν σημαντικά γεγονότα, τα οποία θα συμβάλλουν στην στερέωση και την συνέχιση της Επανάστασης στην περιοχή και την Πελοπόννησο.
Σε αυτόν εδώ τον χώρο θα γίνει η πρώτη σύναξη των Οπλαρχηγών, των Προκρίτων και των Αρχιερέων στις 6 Απριλίου 1821, Μεγάλη Τετάρτη, και εδώ θα γίνει η σύσταση του πρώτου ελληνικού στρατοπέδου, υπό την αρχηγία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Το γεγονός της συστάσεως οργανωμένου στρατοπέδου στο Πάπαρι μπορεί με την πρώτη ματιά να φαίνεται ως κάτι απλό και εύκολο. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι ένα σημαντικό γεγονός ξεχωριστής σημασίας, αν ληφθούν υπόψη οι συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η δημιουργία του.
Το στρατόπεδο παίζει σημαντικό ρόλο στις πρώτες φάσεις της πολιορκίας της Τριπολιτσάς και, σύμφωνα με τον Τάσο Γριτσόπουλο, είναι αυτό που μεταφέρεται και δημιουργεί το στρατόπεδο του Βαλτετσίου. Κοντά στο στρατόπεδο του Πάπαρι, στη γειτονική Μονή του Αγίου Νικολάου Καλτεζών, θα πραγματοποιηθεί στις 26 Μαΐου 1821 η Συνέλευση της Πελοποννησιακής Γερουσίας, όπου οι Πρόκριτοι και οι Αρχιερείς της Πελοποννήσου, που δεν είχαν συλληφθεί από τους Τούρκους και φυλακιστεί στην Τρίπολη, προσπάθησαν να οργανώσουν και να συντονίσουν τον Αγώνα μέχρι την κατάληψη της Τριπολιτσάς.
Ταυτόχρονα, οι κάτοικοι του Πάπαρι θα στρατευθούν και αυτοί στον Αγώνα. Γνωστοί Παπαραίοι αγωνιστές, που έλαβαν μέρος στην Επανάσταση, ήσαν οι: Αρμούτας Ν., Κουπαρίτζας Γ., Λαγάκης Ευστ., Πέτσας Σπύρος, Τζανάκης Κ., Τσαμπούκας η Αργιτόγιαννης Ιωάννης,
Το χωριό, όπως και ολόκληρη η γύρω περιοχή, θα πάθει μεγάλες καταστροφές το 1825 από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ, με αποκορύφωμα την καταστροφή της κοντινής στο χωριό Μονής του Αγίου Νικολάου Καλτεζών.
Το 1834 το Πάπαρι γίνεται έδρα του Δήμου Ορεστασίου, ο οποίος είχε 724 κατοίκους και συμπεριλάμβανε τα χωριά Πάπαρι με 222 κατοίκους, Μαυρογιάννη με 29 κατοίκους, Κουτρομπούχλια η Κουτρουμπούκι με 144 κατοίκους, Μαρμαριά με 93 κατοίκους, Κεραστάρι με 147 κατοίκους, Μανιάτι με 89 κατοίκους, Αλύκα (Αθήναιο) και Παληόχουνη.
Το 1841, όμως, ο Δήμος Ορεστασίου μαζί με τον Δήμο Ασέας καταργήθηκαν και συγχωνεύθηκαν με τον γειτονικό Δήμο του Βαλτετσίου, ο οποίος ύστερα από αυτή την συγχώνευση κατατάχθηκε στην Β’ τάξη με έδρα το Κανδρέβα (Ασέα).
Από τα στοιχεία που προκύπτουν από τις διάφορες απογραφές, το Πάπαρι φαίνεται να αναπτύσσεται αργά, αλλά σταθερά. Στην απογραφή του 1879 το Πάπαρι έχει 251 κατοίκους (156 άρρενες και 95 θήλεις). Στην απογραφή, όμως, του 1889 το Πάπαρι διπλασιάζει σχεδόν τον πληθυσμό του, φτάνοντας τους 489 κατοίκους (242 άρρενες και 247 θήλεις), ενώ το 1896 θα φτάσει τους 548 κατοίκους (274 άρρενες, 274 θήλεις). Η μετανάστευση, όμως, για το εξωτερικό, και ιδίως για τις Η.Π.Α., θα επηρεάσει και το Πάπαρι, το οποίο στην απογραφή του 1907 θα εμφανίσει μείωση πληθυσμού με 473 κατοίκους (217 άρρενες και 256 θήλεις).
Αυτή η ανάπτυξη υπογραμμίζεται και από το γεγονός ότι για να καλυφθούν οι στοιχειώδεις εκπαιδευτικές ανάγκες του χωριού, ιδρύθηκε το 1906 στο Πάπαρι μονοθέσιο Δημοτικό Σχολείο. Το Σχολείο αρχικά λειτούργησε σε διάφορα ιδιωτικά οικήματα, έως ότου, με χρηματοδότηση ομογενών από τις Η.Π.Α., αναγέρθηκε διδακτήριο, στο οποίο στεγάστηκε το Σχολείο μέχρι την κατάργησή του.
Ως Κοινότητα του Δήμου Βαλτετσίου, το Πάπαρι θα παραμείνει μέχρι το 1912, όταν μετά την μεταρρύθμιση στην τοπική αυτοδιοίκηση και την ψήφιση του νόμου ΔΝΖ (4057)/1912, με τον οποίο δημιουργήθηκαν Δήμοι και Κοινότητες, αποτέλεσε ξεχωριστή Κοινότητα με 473 κατοίκους.
Στην απογραφή του 1920 το Πάπαρι εμφανίζεται να έχει πληθυσμό 430 κατοίκους. Λόγω, όμως, της σύνδεσής του με την γειτονική Μαρμαριά, η οποία είχε πληθυσμό 104 κατοίκους, η Κοινότητα εμφανίζει συνολικό πληθυσμό 534 κατοίκων.
Το 1928 το Πάπαρι εμφανίζει να έχει σημαντική αύξηση στον πληθυσμό, καθώς φτάνει τους 480 κατοίκους. Πληθυσμιακή αύξηση παρουσιάζει και η Μαρμαριά, η οποία φτάνει τους 124 κατοίκους, ώστε η Κοινότητα να παρουσιάζει συνολικό πληθυσμό 604 κατοίκων.
Στην απογραφή του 1940, που πραγματοποιήθηκε στις 16 Οκτωβρίου, δύο μόλις εβδομάδες πριν την 28η Οκτωβρίου, το Πάπαρι εμφανίζει πληθυσμιακή αύξηση άνω του 15%, φτάνοντας τους 553 κατοίκους, οι οποίοι με τους 123 κατοίκους της Μαρμαριάς εμφανίζουν συνολικό πληθυσμό της Κοινότητας 676 κατοίκων.
Οι κάτοικοι του Πάπαρι συμμετέχουν σε όλους τους εθνικούς αγώνες και οι θυσίες της μικρής Κοινότητας σε αίμα και ανθρώπινες ζωές δεν είναι λίγες. Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους χύνει το αίμα του για την Ελλάδα ο Ιωάννης Μπόγρης. Στη Μικρασιατική Εκστρατεία σκοτώνονται οι Γεώργιος Κ. Κουπαρίτσας, Ιωάννης Αθ. Κουπαρίτσας και Γεώργιος Πουρνάρας. Τέλος, κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 το Πάπαρι θρηνεί τον Χρήστο Παπαδόπουλο, ενώ κατά την Κατοχή εκτελούνται από τους Γερμανούς τον Ιούνιο του 1944 οι Κωνσταντίνος Τρίκολας και Φώτιος Τζιμόγιαννης.
Παρά την Κατοχή και τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν, το Πάπαρι συνεχίζει να παρουσιάζει πληθυσμιακή αύξηση, ώστε στην απογραφή του 1951 φτάνει τους 567 κατοίκους. Μαζί με τους 133 κατοίκους της Μαρμαριάς η Κοινότητα παρουσιάζει τον σημαντικό πληθυσμό των 700 κατοίκων. Είναι το υψηλότερο σημείο, που φτάνει το Πάπαρι πληθυσμιακά τους τελευταίους δυό αιώνες.
Κατά την δεκαετία του 1950, όμως, το Πάπαρι αρχίζει να φθίνει πληθυσμιακά. Στην απογραφή του 1961 εμφανίζει πληθυσμό 454 κατοίκων, οι οποίοι, μαζί με τους 119 κατοίκους της Μαρμαριάς, περιορίζει το συνολικό αριθμό των κατοίκων της Κοινότητας στους 573 κατοίκους.
Τα επόμενα χρόνια η πληθυσμιακή πτώση είναι ραγδαία και, καθώς η Μαρμαριά αποσπάται από το Πάπαρι και συγκροτεί αυτόνομη Κοινότητα. Στην απογραφή του 1971 στο Πάπαρι θα απογραφούν 310 κάτοικοι, ενώ το 1981 η πτώση θα συνεχιστεί με την απογραφή 261 κατοίκων.
Η ίδια εικόνα θα παρουσιαστεί και στην απογραφή του 1991, όταν θα απογραφούν στο Πάπαρι 232 κάτοικοι, ενώ το 2001 θα φτάσει στο χαμηλότερο πληθυσμιακό σημείο από το 1879 και μετά, όταν θα απογραφούν σε αυτό μόλις 192 κάτοικοι.
Μετά την ψήφιση του νόμου «Καποδίστρια» το 1997 η Κοινότητα Πάπαρι καταργήθηκε την 31-12-1998 και αποτέλεσε Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Βαλτετσίου από την 1-1-1999 έως την 31-12-2010. Από την 1-1-2011 και μετά την εφαρμογή του σχεδίου «Καλλικράτης» το Πάπαρι είναι τοπική Κοινότητα του νέου, διευρυμένου Δήμου Τρίπολης.
Οι κάτοικοι του Πάπαρι είναι φιλήσυχοι αλλά και περήφανοι. Εργατικοί και εύστροφοι. Η κύρια ασχολία τους, τουλάχιστον τα παλαιότερα χρόνια, ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία. Ο τόπος, όμως, ήταν φτωχός και η γη λιγοστή. Καθ’ όλη την διάρκεια του 19ου αιώνα και μέχρι τα μέσα του 20ου οι κάτοικοι του Πάπαρι και των γύρω χωριών ταλαιπωρούνταν από το έλος, που βρισκόταν στην περιοχή και το οποίο προκαλούσε πολλά προβλήματα, είτε με τις πλημμύρες του, είτε με τα κουνούπια, που μετέδιδαν την ελονοσία. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ένα μεγάλο ποσοστό των κατοίκων των χωριών της περιοχής, που σε ορισμένες περιπτώσεις έφτανε το 80%, είχε προσβληθεί κάποια στιγμή της ζωής του από ελονοσία. Όταν, τελικά, τη δεκαετία του 1950 το έλος αποστραγγίστηκε, είχε αρχίσει η μετανάστευση των κατοίκων σε άλλες χώρες, η η μετακίνησή τους στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Δεν είναι, λοιπόν, υπερβολή να πούμε ότι το λιγοστό χώμα, που καλλιεργούσαν οι φτωχοί κάτοικοι του Πάπαρι, είναι ένα χώμα ποτισμένο με ιδρώτα πολύ και με αίμα. Ιδρώτα των ανθρώπων, που πάσχισαν να επιβιώσουν σ’ αυτά τα μέρη και που με κόπο το καλλιέργησαν, το αγάπησαν και που μετασχημάτισαν τους καρπούς, που δεν φύτρωναν εύκολα στο σκληρό βράχο, σε καρπούς του πνεύματος, της λεβεντιάς και της αντρειοσύνης.
Ταυτόχρονα, είναι και χώμα ποτισμένο με αίμα, όχι μόνο από τα χέρια και τα πόδια που πάλεψαν για να το καλλιεργήσουν, αλλά και απ’ της καρδιάς το αίμα, που το λάτρεψε και χύθηκε άφθονο για να ξεπλύνει τα βήματα όσων επιχείρησαν κατά καιρούς να το βεβηλώσουν και να το καθυποτάξουν. Απ’ αυτό το πολύτιμο λίπασμα ξεπετάχθηκαν σειρές ατελείωτες Αγίων, Μαρτύρων και μαχητών της Ορθοδοξίας και της Ελλάδας.
Πηγή: Λεύκωμα Γεωργίου Ζαχαρόπουλου, 2014.
2. Υψόμετρο και πληθυσμιακές αλλαγές τους τελευταίους δύο αιώνες.
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα της wikipedia το υψόμετρο του χωριού μας είναι 632 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Παρακάτω παραθέτουμε κάποια στατιστικά στοιχεία σχετικά με τον πληθυσμό του χωριού μας ανά τα χρόνια που πέρασαν.
Στην απογραφή του 1879 το Πάπαρι έχει 251 κατοίκους (156 άρρενες και 95 θήλεις). Στην απογραφή, όμως, του 1889 το Πάπαρι διπλασιάζει σχεδόν τον πληθυσμό του, φτάνοντας τους 489 κατοίκους (242 άρρενες και 247 θήλεις), ενώ το 1896 θα φτάσει τους 548 κατοίκους (274 άρρενες, 274 θήλεις). Η μετανάστευση, όμως, για το εξωτερικό, και ιδίως για τις Η.Π.Α., θα επηρεάσει και το Πάπαρι, το οποίο στην απογραφή του 1907 θα εμφανίσει μείωση πληθυσμού με 473 κατοίκους (217 άρρενες και 256 θήλεις).
Ως Κοινότητα του Δήμου Βαλτετσίου, το Πάπαρι θα παραμείνει μέχρι το 1912, όταν μετά την μεταρρύθμιση στην τοπική αυτοδιοίκηση και την ψήφιση του νόμου ΔΝΖ (4057)/1912, με τον οποίο δημιουργήθηκαν Δήμοι και Κοινότητες, αποτέλεσε ξεχωριστή Κοινότητα με 473 κατοίκους.
Στην απογραφή του 1920 το Πάπαρι εμφανίζεται να έχει πληθυσμό 430 κατοίκους. Λόγω, όμως, της σύνδεσής του με την γειτονική Μαρμαριά, η οποία είχε πληθυσμό 104 κατοίκους, η Κοινότητα εμφανίζει συνολικό πληθυσμό 534 κατοίκων.
Το 1928 το Πάπαρι εμφανίζει να έχει σημαντική αύξηση στον πληθυσμό, καθώς φτάνει τους 480 κατοίκους. Πληθυσμιακή αύξηση παρουσιάζει και η Μαρμαριά, η οποία φτάνει τους 124 κατοίκους, ώστε η Κοινότητα να παρουσιάζει συνολικό πληθυσμό 604 κατοίκων.
Στην απογραφή του 1940, που πραγματοποιήθηκε στις 16 Οκτωβρίου, δύο μόλις εβδομάδες πριν την 28η Οκτωβρίου, το Πάπαρι εμφανίζει πληθυσμιακή αύξηση άνω του 15%, φτάνοντας τους 553 κατοίκους, οι οποίοι με τους 123 κατοίκους της Μαρμαριάς εμφανίζουν συνολικό πληθυσμό της Κοινότητας 676 κατοίκων. Παρά την Κατοχή και τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν, το Πάπαρι συνεχίζει να παρουσιάζει πληθυσμιακή αύξηση, ώστε στην απογραφή του 1951 φτάνει τους 567 κατοίκους. Μαζί με τους 133 κατοίκους της Μαρμαριάς η Κοινότητα παρουσιάζει τον σημαντικό πληθυσμό των 700 κατοίκων. Είναι το υψηλότερο σημείο, που φτάνει το Πάπαρι πληθυσμιακά τους τελευταίους δυο αιώνες.
Κατά την δεκαετία του 1950, όμως, το Πάπαρι αρχίζει να φθίνει πληθυσμιακά. Στην απογραφή του 1961 εμφανίζει πληθυσμό 454 κατοίκων, οι οποίοι, μαζί με τους 119 κατοίκους της Μαρμαριάς, περιορίζει το συνολικό αριθμό των κατοίκων της Κοινότητας στους 573 κατοίκους.
Τα επόμενα χρόνια η πληθυσμιακή πτώση είναι ραγδαία και, καθώς η Μαρμαριά αποσπάται από το Πάπαρι και συγκροτεί αυτόνομη Κοινότητα. Στην απογραφή του 1971 στο Πάπαρι θα απογραφούν 310 κάτοικοι, ενώ το 1981 η πτώση θα συνεχιστεί με την απογραφή 261 κατοίκων.
Η ίδια εικόνα θα παρουσιαστεί και στην απογραφή του 1991, όταν θα απογραφούν στο Πάπαρι 232 κάτοικοι, ενώ το 2001 θα φτάσει στο χαμηλότερο πληθυσμιακό σημείο από το 1879 και μετά, όταν θα απογραφούν σε αυτό μόλις 192 κάτοικοι. Η μείωση του πληθυσμού του χωριού μας μειώθηκε, σύμφωνα με τα στατιστικά της απογραφής του 2011 σε μόλις 105 κατοίκους (μόνιμος πληθυσμός) και 142 (defacto πληθυσμός, παρόντες εκείνη την ημέρα στο χωριό).
3. Άρθρο από τη Βικιπαίδεια.
Ο Πάπαρης ή το Πάπαρι είναι χωριό του δήμου Τρίπολης της πρώην επαρχίας Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Συνορεύει βόρεια με το χωριό Αθήναιο, νότια με το Αναύριτο και Αγριακόνα, ανατολικά με το Κουτρουμπούχι και το Μανιάτη και δυτικά με το χωριό Μαρμαριά.
Στην Ελληνική Επανάσταση κατά των Τούρκων είναι γνωστή η σύναξη οπλαρχηγών με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την πορεία της εξέγερσης, στη βρύση του χωριού. Εκεί γίνεται κάθε χρόνο μια σχετική αναμνηστική γιορτή.
Στην Συνέλευση και στις αποφάσεις που πάρθηκαν στον Πάπαρη (η κατά τους ντόπιους "στου Πάπαρη") αφιερώνει χώρο ο Ασεάτης φιλόλογος Γεώργιος Καρβέλας στο πόνημα του "Αντίδωρο στην Αρκαδική γη". Στην σελίδα 152 γράφει χαρακτηριστικά:
Στις αρχές Απριλίου οι Τούρκοι βγήκαν από την Τριπολιτσά με πολύ στρατό και διάλυαν τους Έλληνες. Όλοι οι καπεταναίοι πρότειναν στον Κολοκοτρώνη να φύγουν προς το Λιοντάρι κι από εκεί προς την Μεσσηνία. Ο Κολοκοτρώνης δε δέχτηκε και έμεινε μόνος του, γιατί πίστευε, πως ο αγώνας έπρεπε να γίνει στην καρδιά του Μοριά , πως έπρεπε να παρθεί η Τρίπολη , πράγμα που θα εσήμαινε την επιτυχία της Επαναστάσεως. Δεν είχε ο αείμνηστος Γέρος του Μοριά άλλον τρόπο για να δείξει , ότι τα πράγματα επέβαλαν να γίνει ο αγώνας στα μέρη αυτά.Επήγε στην Πιάνα "γίναμε εννέα" λέγει "και με τ΄άλογό μου δέκα, ήμουν και χωρίς ντουφέκι. Σε τρεις μέρες έμασα 300 νομάτους κι΄έρριξα το ορδί μου στην Πιάνα". Όμως μια επίθεση Τουρκική με 4000 διάλυσε το στρατόπεδο της Πιάνας. Δεινή η κατάσταση. Ο Κολοκοτρώνης, ο Κανέλλος Δελληγιάννης, και Κ.Δημητρακόπουλος αυθημερόν από την Πιάνα βρέθηκαν στο χωριό του Δήμου Βαλτεστίου Πάπαρι, όπου ήλθαν κατά πρόσκληση του Κολοκοτρώνη οι καπεταναίοι και οπλαρχηγοί Μαυρομιχαλαίοι, Μουρτζίνος, Παπαφλέσσας, Αναγνωσταράς κ.λ.π. που είχαν το στρατόπεδο τους η Μαρμαριά. Ο Νικηταράς, που τις μέρες εκείνες κατά διαταγή του Κολοκοτρώνης βρίσκετο στη περιοχή του Φραγκόβρυσου, κτύπησε τους Τούρκους , σκότωσε αρκετούς, τους πήρε τα ζωντανά τους κι΄ανάγκασε τους άλλους να τραβηχτούν προς την Τρίπολη. Στο Πάπαρι ήλθαν την ημέρα εκείνη και τα παιδιά του Κολοκοτρώνη ο Πάνος και ο Ιωάννης, ο αργότερα Γενναίος.
Στην ιστορική συνέλευση του Πάπαρη, που είναι η πρώτη συνέλευση οπλαρχηγών της Επανάστασης, διαπιστώθηκε μεταξύ των οπλαρχηγών, το κρίσιμο του αγώνα και η δυσκολία της στρατολογίας και το ζήτημα της λιποταξίας. Για το λόγο αυτό, διορίστηκε ομοφώνως ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου, παρά την απουσία του στην μάχη της Καλαμάτα, παρακλήθηκε ο Πετρόμπεης να συγκεντρώσει όσους μπορούσε Μανιάτες και "να συναβή κατ΄εκείνα τα μέρη", στάλθηκε ο υιός του Κολοκοτρώνη Πάνος στα χωριά της Καρύταινας και να αναζητήσει αγωνιστές από την Πιάνα, το Χρυσοβίτσι και το Διάσελο ώστε να στρατοπεδεύσει νέο σώμα μαχητών, αποφασίστηκε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μαζί με τους άλλους οπλαρχηγούς να πάνε στο Βαλτέτσι και τέλος, ο Κανέλλος Δεληγιάννης μαζί με τον Ηλία Τσαλαφατινό και μερικούς άλλους Μανιάτες, να κατευθυνθεί στα Λαγκάδια της Αρκαδίας.
Σύμφωνα με την απόφαση της συνέλευσης, ο Κολοκοτρώνης περνώντας από τον Άλικα, το Κεραστάρι και τις Αραχαμίτες με τους άλλους οπλαρχηγούς έφθασε στο Βαλτέτσι κι έκανε εκεί στρατόπεδο, το οποίο στις 24 Απριλίου διαλύθηκε από μια επίθεση ισχυρή των Οθωμανών.
4. Η συνάντηση των οπλαρχηγών στο Πάπαρη μέσα από τα μάτια διάφορων ιστορικών και ηρώων της εποχής
α) Σπύρος Μελλάς στο βιβλίο του «Ο γέρος του Μωριά».
«Μετά το σκόρπισμα της Πιάνας και το ντουφεκίδι της Αλωνίσταινας ο Κολοκοτρώνης με το Δεληγιάννη, τον Τουρκοβασίλη και τους λίγους άνδρες που τους είχαν απομείνει περπατώντας όλη τη νύχτα ξημερώθηκαν στο Πάπαρι. Τι γύρευαν εκεί; Να φτιάξουν Στρατόπεδο. Γιατί αυτό είναι το μεγάλο γέλασμα που έχει πάθει ο Τούρκος. Χτυπάει εδώ, χτυπάει εκεί να διαλύσει τα επαναστατικά Στρατόπεδα των Ελλήνων και δεν ξέρει πως υπάρχει ένα Στρατόπεδο που δεν χτυπιέται και δεν σκορπίζεται κι’ αυτό είναι ο νους και η καρδιά του Κολοκοτρώνη. Έρχεται στο Πάπαρι στις 6 Απριλίου, είναι ΜεγάληΕβδομάδα και μάλιστα Μεγάλη Τετάρτη ο κόσμος νηστεύει, μα και οιαγωνιστές είναι τόσο πεινασμένοι που δεν μπορούν να σταθούν στα πόδια τους. Ο Κολοκοτρώνης μπαίνοντας στο χωριό πρωί πρωί καλείτον Ιερέα του χωριού, Κωνσταντίνον Παπαδόπουλον και δίδειεντολήν να σφάξουν τα αρνιά που έχουν για το Πάσχα να τα ψήσουν για να χορτάσουν την πείνα τους οι Κλέφτες. Έτσι και γίνεται και οπαπάς που ξέρει τη σημασία του αγώνα και την ανάγκη τωναγωνιστών δίδει την συγχώρηση για την κατάλυση της Νηστείας στην καρδιά της Μεγάλης Εβδομάδος, ξέρει να παραμερίζει τους τύπους μπροστά στην ανάγκη και καταλήγει ο Κολοκοτρώνης με ανακούφιση«και έφαγαν τα παλληκάρια και στηλωθήκαμε». Κοντά στις φωτιέςστην αυλή του σπιτιού του κουμπάρου του Παυλοπανάγου φωνάζει το γραμματικό του, το Ζαφειρόπουλο και του υπαγορεύει γράμματα στον Αναγνωσταρά, το Μούρτζινο, τον Παπαφλέσσα, τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, το Μαυρομιχάλη και τους γράφει· «Ζυγώστε στην Τριπολιτσά, ελάτε να με βρήτε στο Πάπαρι». Στο κάλεσμα του Κολοκοτρώνη έρχονται ο Κονδάκης με τους Αγιοπετρίτες και τους Δολιανίτες, ο Επίσκοπος Βρεσθένης και ο Μπαρμπιτσιώτης με τους Μπαρμπιτσιώτες και τους Αραχωβίτες, ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης με τους Μανιάτες του,ο Νικολόπουλος με τριακόσιους Μυστριώτες, οΠλαπούτας, ο Νικηταράς, ο Αρβάλης και ο Μπιλίδας καπεταναίοι της Τριπολιτσάς, οι Πετιμεζαίοι και άλλοι πολλοί και αυτό το μάζωμα στο Πάπαρι αποτελεί την απαρχή του σχεδίου του να συσταθεί βασικό Στρατόπεδο τρεις τέσσερες ώρες απόσταση από την Τριπολιτσά. Μέσα σ’ αυτό τον αναβρασμό του συγκεντρωμένου μεγάλου πλήθους των Κλεφτών ο Κολοκοτρώνης νιώθει χαρά γιατί πέτυχε να συστήσει αυτό το Στρατόπεδο στο Πάπαρι αλλά αισθάνεται και ανησυχία γιατί θέλει ενότητα στη διοίκηση και στην ενέργεια. Την ώρα αυτή της χαράς και της αγωνίας του Κολοκοτρώνη στο Πάπαρι, να που φθάνουν εκεί από τη Ζάκυνθο τα δύο παιδιά του Κολοκοτρώνη οΠάνος και ο Γιάννης αυτός που θα έπαιρνε σε λίγο μέσα στις φλόγες του πολέμου το δοξασμένο παρατσούκλι του Γενναίου. Τρομάζει να τα γνωρίσει τα λιονταράκια του. Καβάλλα φτάνουν τα παιδιά· είναι μαυρισμένα, μπαρουτοκαπνισμένα θα λέγαμε γιατί μόλις βγήκαν στηνΗλεία πιάσανε το ντουφέκι και το μάτωσαν στον αγώνα. Ο ένας μόλις μπορεί να πει κανείς είναι παλληκαράκι ενώ ο άλλος είναι ολότελαπαιδόπουλο. Ο Γέρος τ’ αγκαλιάζει τα φιλεί με δάκρυα και τα καμαρώνει. Για τράβα το γιαταγάνι βρε Γιάννη, λέει του μικρού ναιδώ αν σώνει το χέρι σου να το ξεθηκαρώσεις; και ο μικρός απαντάει· θα το ιδής πατέρα σαν πιάσουμε τον πόλεμο, και κοκκινίζει, ως τ’ αυτιά. Δέκα μέρες μονάχα φτάσανε στον Κολοκοτρώνη να φτιάξει τέλειο Στρατόπεδο, να το οργανώσει, να το εφοδιάσει, να το πειθαρχήσει, να το γυμνάσει, να του φυσήξει το υψηλότερο φρόνημα και να ετοιμάσει την πρώτη μεγάλη νίκη των Ελλήνων στο Βαλτέτσι, που απεφάσισε τη λευτεριά μας. Η αρχιστρατηγία που του έδωσανστη Σύναξη αυτή τούχει λύσει τα χέρια, τώρα μπορεί να δουλέψει και να δείξει τι είναι άξιος να κάνει».
β) Ρήγας Παλαμήδης Σχεδίασμα Ιστορίας της Επαναστάσεως (Μνημοσύνη 1968-1969)
Μετά δύο ημέρας ο Ηλίας Σαλαφαντίνος και ο Αναγνωσταράς ήλθανεις τα Βρουστοχώρια, ένθεν έγραψαν τον Ηλίαν και τον Δικαίον (Παπαφλέσσα) να έλθουν εις το χωρίον Πάπαρι, όπου είχαν συνέλθει και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Κων. Μαυρομιχάλης, ο Κανέλλος και Νικόλαος Δεληγιανναίοι δια να συσκεφθώσιν. Ελθόντες δεαπεφάσισαν παμψηφεί να προσκαλέσουντόν Πέτρον Μαυρομιχάλην δι’ αρχιστράτηγον της Πελοποννήσου, γενομένης δε καιυπογραφείσης της αποφάσεως, έστειλαν 10 αντίγραφα αυτής εις τας διαφόρους επαρχίας, δια να υπογράψωσι πολιτικοί και στρατιωτικοί και να τα δείξουν προς τον Μαυρομιχάλην, ώστε να δυνηθώσι να τακτοποιήσουν τα πράγματα εις την ανεξαρτησίαν τους. Απεφασίσθηπρος τούτοις να συγκροτηθή γενικόν στρατόπεδον εις Βαλτέτσι, εις καταλληλότερον μέρος δια την πολιορκίαν της Τριπόλεως και κατασκόπευσιν των εχθρικών κινημάτων.
γ) Κανέλλος Δεληγιάννης Απομνημονεύματα
«Εγώ δε μετά του Παπατσώνη, Θ. Κολοκοτρώνη, Ν. Μπούκουρα, Λάμπρου Ροϊλού, απεφασίσθη να απέλθωμεν εις του Πάπαρι όπου τότε ήταν συγκεντρωμένοι εκεί oι δύο Μαυρομιχάλαι, Αντωνάκης καιΗλίας, ο Γεωργάκης Γιατράκας, ο Αντώνης Νικολόπουλος από την Λογκάστραν, ο Βενετσανάκος από την Καστανιά, ο Αναγνωσταράς, Φλέσιας, Κεφάλας και άλλοι καπετανίσκοι με επέκεινα των 1.500, δια να ομιλήσωμεν περί της καταστάσεως της πατρίδος, επειδή βλέπομεν δειλίαν τινά εις τους συμπολίτας μας, να στείλωμεν μίαν πρεσβείαν εις τον Πετρόμπεην να τον προσκαλέσωμεν ότι εάν δύναται να βγάλη τουλάχιστον 1.000 Μανιάτας ως εμπειροπολέμους να δώσουν το παράδειγμα της ευτολμίας εις τους Πελοποννησίους, ως πρωτοπείρους να έβγη και ο ίδιος εις το Λεοντάρι να σχηματίσωμενένα Γενικόν στρατόπεδον και αν τούτο το κάμη θέλομεν τοναποφασίσει αρχιστράτηγον και ηγεμόνα της Πελοποννήσου. Περί το μεσονύκτιον ανεχώρησαν οι Τούρκοι από την Αλωνίσταιναν (αφούτην κατεπυρπόλησαν) και υπέστρεψαν εις Τριπολιτσάν. Ανεχωρήσαμεν και ημείς αμέσως και απερνώντες το Λιμποβίσι, το Αρκουδόρευμα, και την Λαγκάδαν δια νυκτός τρέχοντες πεζοί εφθάσαμεν την πρωΐαν εις τύυς Αραχαμίτες, αλλά δεν εύρομεν ουδένα νάνθρωπον εκ των κατοίκων, παρά μόνους τον Νικηταράν και ένα Τουρκολεκιώτην, κοιμωμένους και ξηρούς εκ της μέθης.Απερνώντες την νύκταν εις το Ραπούνι εκρύβη ο Λάμπρος Ροϊλός καιαπήλθεν εις την εν Στεμνίτση οικίαν του. Απήλθαμεν εις του Καντρέβα, αλλ’ ουδέ εκεί εύρομεν κανένα· ετραβήξαμεν λοιπόν νήστεις και πεζοί, τρεις σχεδόν ημέρας, και την Μεγάλην Τετράδην 6 Απριλίου εφθάσαμεν εις του Πάπαρι, όπου εύρομεν συναγμένους τους άνω ειρημένους. Ωμιλήσαμεν μετ’ αυτών, εκάμαμεν αρκετάςφιλονικίας, αλλά το κατεπείγον του καιρού μας εβίαζε δια να επιστρέψωμεν έκαστος εις τα ίδια, επειδή άπαντες εγνώριζαν, ότι ταςεορτάς του Πάσχα ήτον επόμενον να κάμουν oι Τούρκοι επιδρομάς εις διάφορα μέρη να τα καταστρέψουν. Εσυμφωνήσαμεν λοιπόν όλοιοι εκεί παραυρεθέντες και διωρίσαμεν μίαν πρεσβείαν συγκειμένην από τον Δ. Παπατσώνην, τον Σπ. Σπηλιωτόπουλον και Πέτρον Σαλαμόναν εκ Λεονταρίου, εκάμαμεν και το, ως είρηται, έγγραφον και το υπεγράψαμεν, και ανεχώρησαν δια την Καλαμάταν. Οι εναπολειφθέντες εσυμφωνήσαμεν ως εξής: Ο γέρων Αντώνης Νικολόπουλος και ο Βενετσανάκης, οπλαρχηγοί με τους περί αυτών 400, και ο Κυριακούλης με άλλους τόσους να υπάγουν να καταλάβουν την Βλαχοκερασιάν, να οχυρωθούν εις δύο θέσεις, και αν το Πάσχαορμήσουν εκεί οι εχθροί να δώση επικουρίον ο εις προς τον άλλον.Ο Αντωνάκης, Ηλίας και Ιωάννης Μαυρομιχάλαι, ο Γεωργάκης Γιατράκος, Κεφάλας και άλλοι να καταλάβουν τα Βέρβαινα με χίλιους σχεδόν στρατιώτας, οι δε Φλεσαίοι, Αναγνωσταράς, Θ. Κολοκοτρώνης, Πέτροβας να απέλθουν εις το Λεοντάρι να εμπορέσουν να στρατολογήσουν και τους του κάμπου της Καρυταίνης κατοίκους, και την δευτέραν του Πάσχα να προφθάσουν να καταλάβουν του Δούκα την σίκαλιν εις την Λαγκάδαν. Εγώ δε ν’ απέλθω εις τας κωμοπόλεις και χωρία της επαρχίας μου να κάμω γενικήν στρατολογίαν. Και πιο κάτω καταλήγει, «Αυτά τα διατρέξαντα και όλας τας πράξεις και αποφάσεις μας εις του Πάπαρι τας εκοινοποίησα εσπευσμένως εις τε τον Ζαΐμην, Χαραλάμπην, Φωτήλαν, Σισίνην, Κ. Πετιμεζάν και τον αρχιερέα Μεθώνης, δι’επίτηδες απεσταλμένων άμα έφθασα εις Λαγκάδια, γράψας προς αυτούς να μας γνωστοποιήσουν και αυτοί τας εδικάς των δια να φωτιζώμεθα αμοιβαίως, να ηξεύρωμεν τι γίνεται εις όλων των μερών τα στρατόπεδα να τρέχωμεν εν γνώσει. Οι δε Αναγνωσταράς, Κολοκοτρώνης και συντροφία απήλθον εις την Πολιανήν και Τουρκολέκα δια να κάμουν το Πάσχα, όπου ήτον ξενιτευμένοι τόσους χρόνους.»
δ) Νικόλαος Σπηλιάδης Απομνημονεύματα
«Και ο μεν Κολοκοτρώνης προυχώρησεν εις Καρύταιναν ο δε Νικηταράς, διαβάς από Λεοντάρι, έφθασεν εις Πάπαρι, χωρίον απέχοντρεις ώρας και ημίσειαν από Τριπολιτσάν, και προσπαθεί να συ γκεντρώση δύναμιν, προκαλών εις τα όπλα τους Έλληνας. Και πιο κάτω· Ο δε Αναγνώστης Ζαφειρόπουλος από το Ζυγοβίστι Καρυταίνης τον χρησιμεύει ως γραμματεύς συναγωνιζόμενος, και δεν παύει γράφων προς τους διάφορους αρχηγούς και ήδησυνεννοούνται όλοι να συνδράμωσιν όσον τάχους εις την παλιόρκησιν της Τρι πολιτσάς, και τέως συνέρχονται ο Αναγνωσταράς, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, ο Δημήτριος Παπατσιώνης, οΠαναγιώτης Κεφάλας και Μητροπέτροβα εις Πάπαρι χωρίον απέχοντης Πρωτευούσης τρεις ώρας και ημισείαν. Αυτόθι συνήλθε και οΚολοκοτρώνης, όπου εδέχθη τους υιούς του ελθόντας από τον Πύργον. Υπό την οδηγίαν τούτων όλων διατελούσιν έως τρεις χιλιά δες Ελλήνων ο δε Νικηταράς καταλαμβάνει πάλιν το Καλογεροβούνι μίαν ώραν απέχον από του Πάπαρι προς την πρωτεύουσαν ωςπροσθοφυλακή. Έρχεται δε ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, ο γέρωνΑντώνιος Νικολόπουλος από Λογκάστρα και ο Παναγάκος Βενετσανάκης από Καστάνισταν, και στρατοπεδεύουσι με πεντακόσιους εις Πάπαρι
ε) Ιωάννης Φιλήμων
Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως.«Τότε οΝικήτας, επαναστάτης της επαρχίας, κατέλαβε το χωρίον Πάπαρι,απέχον ώρας τρεις κάι ημίσειαν», και σχολιάζει ο Φιλήμων· Ταχέως δεαπό επαρχιών πολλών συνέρρευσαν όπλα περί την Τρίπολιν, καιετοποθετήθησαν εν μεν τω Πάπαρι τρισχίλιοι Γορτύνιοι, Λάκωνες, Λακεδαιμόνιοι και Μεσσήνιοι υπό τον Κολοκοτρώνην, Κανέλλον Δεληνιάννην, Ηλίαν Μαυρομιχάλην, Παναγιώτην Ιατράκον καιΑναγνωσταράν μετά Κεφάλα, Μητροπέτροβα, Παπατσώνου και Νικήτα· εν δε τη Βλαχοκερασιά πεντακόσιοι Λάκωνες και Λακεδαιμόνιοι υπό τον Κυριακούλην Μαυρομιχάλην και ΑντώνιονΝικολόπουλον· εν δε τω Διασέλω του Ελισσόντος έτεροι πεντακόσιοι Γορτύνιοι υπό τον Δημήτριον Πλαπούταν· εν δε τοις Βερβένοις περί τους χίλιους πεντακόσιους Λακεδαιμόνι οι μεν υπό τον Κρεββατάν και επί σκοπον Θεοδώρητον, Κυνουριείς δε(Αγιοπετρίται) υπό τονΙωάννην (η Αναγνώστην) Κονδάκην και Παναγιώτην Ζαφειρόπουλον (Άκουρον). Απείχον δε της Τριπόλεως ώρας το μεν Πάπαρι τρεις, η δε Βλαχοκερασιά ισαρίθμους, το δε Διάσελον τεσσάρας και τα Βερβεναωσαύτως. Δια τους λόγους αυτούς ο Κολοκοτρώνης εθυσίασε μάλλον την θέσιν υπέρ του αριθμού, θέλων ολιγωτέρας, αλλάπολυπροσωποτέρας τας συγκεντρώσεις· όταν δε έμαθεν αποσπασθέντας μετά πεντακοσίων από του εν Βερβένοις στρατοπέδου και στρατοπεδεύσαντας εν τη Βλαχοκερασιά τον Κυριακούλην Μαυρομιχάλην και Αντώνιον Νικολόπουλον, έγραψεπαρατηρών αυτοίς το επίκαιρον της θέσεως και τον κίνδυνον, οντρέχουσιν ως ολίγοι· προέτρεψε δ’ επομένως, όπως ενωθώσι καν μετά του εν Πάπαρι σώματος, αφ’ ου άπαξ απεχώρησαν της δυνατής θέσεως των Βερβένων, ενισχυθείσης τότε και δια τεσσάρωνεγερθέντων πύργων. Αλλ’ ούτοι ηπήντησαν: «Καλό πόστο τεσσάρων κρατούμεν και αν έλθουν οι Τούρκοι επάνω μας να μας ελθήτεμεντάτι. Έγραψεν επί τούτοις ο Κυριακούλης προς τους εν Τριπόλειαγάδας απαιτών, ίνα αποστείλωσιν αυτώ τον Αναστάσιον Μαυρομιχάλην μετά των αρχιερέων και προκρίτων, ως εφορμήσων άλλως κατά της πόλεως, μεθ’ ου φέρει στρατού δεκατετρακισχιλίων. Και αρχή και ιδιώται, οι εν Τριπόλει Τούρκοι ήρξαντο σκέπτεσθαικατά πρώτον, το μέγα του Κυριακούλου βλέποντες θάρρος και τας άλλας εν Πάπαρι, Λεβιδίω και Βερβένοις μανθάνοντες πολυαρίθμους συγκεντρώσεις. Πονηρευόμενοι δε εμέθυσαν τον χωρικόν γραμματο κομιστήν του Κυριακούλου, και ούτω βεβαιωθέντες παρ’ αυτού την πραγματικήν δύναμιν της Βλαχοκερασιάς, ευθύς εξεστράτευσαν περί τους τρισχιλίους, άμα διέφαυσεν η ημέρα της 10 Απριλίου. Και αυτοί,ως και οι εν Ναυπλία και εν Πύλω Τούρκοι, εγνώριζον, ότι κατά τηνημέραν του Πάσχα οι Έλληνες επιδίδονται πρώτον προς τα θρησκευτικά καθήκοντα αυτών, και έπειτα οι κοινοί εκ τούτων τρέπονται εις την οινοποσίαν. Και πιο κάτω γράφει ο Φιλήμων· Δι’όλας τας περιστάσεις ταύτας υπεχρεώθησαν ότε Κολοκοτρώνης και Κανέλλος Δεληγιάννης, όπως συγκαλέσωσιν εν τω Πάπαρι διαφόρους των οπλαρχηγών και συσκεφθώσι περί των ληπτέων καταλληλότερων μέτρων. Τοιούτοι απεστάλησαν άλλοι αλλαχόθεν και εκ των Βερβένων ο ‘Ανδρέας Παπαδιαμαντόπουλος (α). Προ πάσης δε άλληςπροταθείσης γνώμης απεφασίσθη η εκ των Καλαμών πρόσκλησις του Πέτρου Μαυρομιχάλου υπό τον τίτλον του αρχιστράτηγου της Πελοποννήσου. Εν ταις δεινοτέραις των περιστάσεων πολλήν ταονόματα ηθικήν επιρροήν έχουσι, και ως επί πολύ αντιζυγίζουσιναυτάς επί πολύν η ολίγον χρόνον. Εντεύθεν παρεκλήθη κοινώς οΜαυρομιχάλης, όπως αναβή τάχιον εις την Αρκαδίαν, μεθ’ όσωνδυνηθή πλειοτέρων Λακώνων, ων υπισχνούντο oι Πελοποννήσιοι τήντροφήν και μισθοδοσίαν. Την αρχιστρατηγίαν ταύτην του Μαυρομιχάλου ετοίμως υπέγραψαν και οι Αχαιοί. Η τοιαύτη του Μαυρομιχάλου θέσις υπισχνείτο, ουχί ευκινησίαν και προσωπικηνδιεύθυνσιν ενεργόν, αλλά δύο τινά, ων οι Πελοποννήσιοι είχον πρωτίστην ανάγκην· πρώτον μεγάλην εμψύχωσιν ηθικήν, και δεύτερον μάλλον ελπιζομένην την διατήρησιν των στρατοπέδων δια της πολυπροσώπου οικογενείας αυτού και των Λακώνων μισθοφορουμένων. Συγχρόνως ελήφθησαν εν τω Πάπαρι και μέτρα αυστηρά προς στρατολογίαν νέαν εκ διαφόρων επαρχιών. Ιδίως δε εις την Γόρτυνα επέμφθησαν ο ίδιος Δεληγιάννης και Πάνος Κολοκοτρώνης, απόλυτον φέροντες άδειαν του τιμωρείν και καίειν την οικίαν παντός μη στρατολογουμένου χωρικού. ‘Αμέσως δ’ επήνεγκεν η δραστηριότης αυτή αποτέλεσμα αγαθόν, διότι και εκ της Γόρτυνος και εκ της Λακεδαίμονος και εκ της Μεσσηνίας δισχίλιοι προέφθασαν ένοπλοι νέοι, ενισχύσαντες ουσιωδώς τα περί την Τρίπολιν στρατόπεδα.
στ) Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος Απομνημονεύματα Ελληνικής Επαναστάσεως
«Επειδή δε δεν ημπόρεσαν οι Τούρκοι να περάσουν το Διάσελον εγύρισαν οπίσω και ἐπῆγαν πάλιν εις την Τριπολιτσάν. Ο δε Κολοκοτρώνης, Κ. Δεληγιάννης και Β. Δημητρακόπουλος εκείθεν ετράβηξαν δια τον κάμπον της Καρύταινας και εκείθεν αυθημερόν ευρέθησαν εις το χωρίον Πάπαρι. Εκεί εσυνάχθησαν οι Μαυρομιχαλαίοι και οι άλλοι καπεταναίοι και αυτού ήλθαν από Ζάκυνθον τότε και τα παιδιά του Κολοκοτρώνη, ο Πάνος και ο Ιωάννης ο μετά ταύτα ονομασθείς Γενναίος. Από εδώ οΚολοκοτρώνης έστειλεν αμέσως τον Πάνον εις τα χωριά της Καρύταινας με γραπτήν διαταγήν του να βγάλη όλους τους Καρυτινούς εις τα άρματα και να έλθουν εις την Πιάναν, Χρυσοβίτσι και Διάσελον δια να συστήσουν εκεί το στρατόπεδον· είχε δε τηνάδειαν ο Πάνος να σκοτώνη, να καίη τα σπίτιά των και να δημεύη τα πράγματά των προς όφελος των στρατιωτών, αν κανένας ήθελεπαρακούσει. Αφού εσκέφθησαν μαζύ εις το Πάπαρι δια να πιάσουν τας θέσεις Χρυσοβίτσι, Διάσελον και Βαλτέτσι, ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι επήγαν εις το Βαλτέτσι, ο δε Κανέλλος Δεληγιάννης ετράβηξε δια τα Λαγκάδια την πατρίδα του και επήρε μαζύ του και τον Η. Τσαλαφατίνον με ολίγους Μανιάτας.»
ζ) Ιωσήφ Ζαφειρόπουλος
Οι Αρχιερείς και οι Προύχοντες εντός της εν Τριπόλει φυλακής. «Μετά την από το Διάσελον της Αλωνισταίνης υποχώρησιν των Οθωμανών οι αρχηγοί συνήλθον εις Πάπαρι, ίνα συσκεφθώσι περί της στενωτέρας πολιορκίας της Τριπόλεως, δηλαδή πότε ήθελον αρχίσει αυτήν και τίνα θέσιν ώφειλεν έκαστος να καταλάβη και φυλάξη. Σκέψεως δε γενομένης ο Κανέλλος Δελιγιάννης παραλαβών, μετέβη πάραυτα εις τας κωμοπόλεις της Καρυταίνης (Γόρτυνος) καιεμψυχώσας τους πολίτας συνήθροισε τους διασκορπισθέντας.»
Πηγή: συν-οδοιπορία
5. Ο Φράγκικος Πύργος
Η Ελλάδα αποτελεί μία από τις λιγοστές χώρες στην υφήλιο με τόσα πολλά κάστρα αποτέλεσμα των αμέτρητων κατακτητών που πέρασαν κατά καιρούς από τα εδάφη της. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι στον ελλαδικό χώρο υπάρχουν πάνω από εξακόσια κάστρα, φρούρια και πύργοι. Πολλά από τα οχυρά αυτά εντοπίζονται στη Πελοπόννησο και χρονολογούνται την εποχή της Φραγκοκρατίας. Οι Σταυροφόροι μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204, ίδρυσαν στην Πελοπόννησο το Πριγκιπάτο της Αχαΐας το οποίο μέχρι τα μέσα του 13ου αιώνα διοικούταν από τους Φράγκους χωρισμένο σε δώδεκα βαρονίες που περιλάμβαναν πολυάριθμα φέουδα.
Τα ερείπια ενός τέτοιου οχυρού βρίσκουμε και στο χωριό μας. Η κατασκευή του Πύργου, όπως είναι γνωστός, στο χωριό μας ανάγεται στην εποχή της Φραγκοκρατίας. Δεν μπορούμε ωστόσο να προσδιορίσουμε την ακριβή χρονολόγησή του καθώς οι πηγές είναι λιγοστές και τα στοιχεία που παραθέτουν ελάχιστα.
Ο Πύργος είναι χτισμένος σε μια πλαγιά του όρους Τσεμπερού σε υψόμετρο 780 μέτρων και σε θέση η οποία αποτελεί φυσικό οχυρό. Χρησιμοποιήθηκε, πιθανώς, ως κατοικία του Φράγκου ιππότη που εξουσίαζε την περιοχή, η οποία αποτελούσε φέουδό του. Από στρατηγικής άποψης, πρόκειται για εξαιρετικό σημείο καθώς προσέφερε στους κατακτητές τη δυνατότητα ελέγχου ολόκληρης της περιοχής και κατά συνέπεια την επιτυχή αντιμετώπιση τυχόν επιθέσεων.
Από γενιά σε γενιά μεταφέρεται και η φήμη ότι ο Πύργος κτίσθηκε από κάποιον που έκανε εμπόριο από βδέλλες που είχε ο βάλτος στο κάμπο του Πάπαρη και έγινε στο σημείο αυτό για να μπορούν να ελέγχουν όλη την περιοχή. Μάλιστα η φήμη αυτή συνοδεύεται και από μύθο που αναφέρει ότι στα υπόγεια του Πύργου υπάρχουν δυο μεγάλα βαρέλια το ένα είναι γεμάτο με φαρμακερά φίδια και το άλλο γεμάτο με χρυσό, όμως για να φθάσεις στο βαρέλι με το χρυσό πρέπει πρώτα να περάσεις από το βαρέλι με τα φίδια. Ο μύθος λέει ότι όσοι δοκίμασαν να πάρουν το χρυσό βρήκαν φρικτό θάνατο από τα φίδια.
Σήμερα ο Πύργος είναι μισογκρεμισμένος και εγκαταλελειμμένος καθώς καμία μέριμνα δεν υπήρξε για την διατήρηση και την ανάδειξη του. Στο σημείο μπορούμε να φθάσουμε μετά από δύσκολη ανάβαση τριάντα περίπου λεπτών από το χωριό Πάπαρη, καθώς η περιοχή είναι δύσβατη, εξαιτίας της πυκνής βλάστησης.
6. Περιήγηση στα χωριά του Δήμου Βαλτετσίου
Αξιοζήλευτα είναι τα χωριά του Δήμου Βαλτετσίου(19 στο σύνολο) που απέχουν λίγα χιλιόμετρα από την Τρίπολη και τα συναντάμε στο (παλιό) δρόμο που κατευθυνόμαστε για Μεγαλόπολη. Κάποια από τα οποία είναι ιστορικής σημασίας όπως το Βαλτέτσι (Μάχη Βαλτετσίου). Εδώ, ο επισκέπτης ανηφορίζοντας για το χωριό θα θαυμάσει κοπάδια άγριων άλογων που υπάρχουν στην περιοχή. Φτάνοντας στο χωριό θα συναντήσει το χτιστό υδραγωγείο καθώς και την εκκλησία στην πλατεία του χωριού η οποία χτίστηκε από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, μετά την επανάσταση , προς τιμήν της. Τα μάρμαρα που χρησιμοποιήθηκαν για να χτιστεί ήταν παρμένα από το Αρχαίο Ιερό της Αθηνάς της Σωτήρας. Επίσης , ο επισκέπτης θα μπορέσει να θαυμάσει την Λαογραφική Συλλογή που υπάρχει και στη συνέχεια, να πιει τον καφέ του στο Παραδοσιακό Καφενέ που βρίσκεται κάτω από τον αιωνόβιο πλάτανο της πλατείας.
Κατηφορίζοντας και φεύγοντας από το Βαλτέτσι λίγο πιο κάτω ο επισκέπτης θα δει το χωριό Δόριζα το οποίο είναι αμφιθεατρικά χτισμένο. Αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι στο κέντρο και στο πίσω μέρος της Εκκλησίας του Προδρόμου σώζεται ένα αιωνόβιο πουρνάρι που χρονολογείται από την εποχή που βρισκόταν ο Ιμπραήμ στην περιοχή.
Απέναντι , θα συναντήσουμε το χωριό Μάναρι . Θα χαζέψουμε την οχτάτοξη τρενογέφυρα , που θεωρείται η μεγαλύτερη όλων των λίθινων γεφυριών εκείνης της εποχής στην Ελλάδα. Την σχεδίασαν Γάλλοι σχεδιαστές όμως το χτίσιμό της τελειοποιήθηκε από Έλληνες και Ιταλούς στο τέλος του 19ου αιώνα.
Λίγο πιο κάτω θα συναντήσουμε την Ασέα. Στην Κάτω Ασέα ( Κανδρέβα ) ,λέγεται ότι ξεκίνησε να ανοικοδομείται πριν από περίπου 5.000 χρόνια πάνω σε βαλτώδη τόπο. Θα δείτε αρκετά αρχαία που έχουν βρεθεί στην περιοχή και αν ρωτήσετε τους κατοίκους θα σας πουν και τον γνωστό μύθο για το πώς δημιουργήθηκε το χωριό. Στην Άνω Ασέα, γεννήθηκε και μεγάλωσε ο γνωστός ποιητής μας Νίκος Γκάτσος. Θα έχετε την ευκαιρία να δείτε και το σπίτι του γνωστού ποιητή.
Έπειτα βλέπουμε τις Αραχαμίτες. Το χωριό αυτό είναι γεμάτο από πλατάνια , ακακίες και καστανιές. Αφού απολαύσετε την φυσική ομορφιά του χωριού θα κατευθυνθείτε προς την Εκκλησία της Μεταμορφώσεως και θα διαπιστώσετε ότι στο δάπεδο υπάρχει 1 μορφή ενός νέου άνδρα ο οποίος είναι απόγονος κάποιου αρχαίου Ιερού από τον Πολίχνη Περαιθέων.
Δυτικά συναντάμε το Κεραστάρι. Το χωριό του ηθοποιού ,Γιάννη Μπέζου. Ο επισκέπτης θα μπορέσει να διανυκτερεύσει στον ξενώνα που υπάρχει στο χωριό. Την επομένη θα έχει την ευκαιρία να προσκυνήσει στην θαυματουργή Εκκλησία της Παναγίας της Τρηνωδούσας. Αξίζει , να μάθετε πως εδώ γεννήθηκε και ο Τάσος Μπαρδαβίλιας ο 1ος Έλληνας πιλότος που έπεσε στα Γιάννενα το 1940.
Χτισμένη σε μια πλαγιά της Τσεμπερούς συναντάμε την Μαρμαριά. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας το 1804 μια ομάδα κλεφτών συνέλαβε στο κοντινό γεφύρι της Νικολάκενας ( που δεν υπάρχει πλέον ) τον πρωτοσύγκελο των Γαργαλιάνων γεγονός που αποτελεί την αφορμή για το μεγάλο διωγμό των κλεφτών στα χρόνια που ακολούθησαν.
Επόμενος σταθμός το χωριό Αθήναιον ,παλαιότερα γνωστό και ως Αλύκα. Πήρε το όνομά του από τον ομώνυμο αρχαίο οικισμό που τοποθετείται στο ξωκλήσι του Αη-Γιώργη. Στο χωριό αυτό θα δείτε τα μνημεία που δεσπόζουν εκεί με τις επιγραφές των αδικοχαμένων του πολέμου. Αν ρωτήσετε τους κατοίκους θα έχουν να σας πουν πολλές ιστορίες για τον πόλεμο. Θα δείτε το σχολείο που υπάρχει και μέσα στο οποίο θα ανακαλύψετε ( ελάχιστα )παλιά αντικείμενα της εποχής. Θα ανάψετε ένα κεράκι στην Εκκλησία της Αγίας Τριάδας και θα απολαύσετε τον καφέ σας ρεμβάζοντας την πλούσια καταπράσινη βλάστηση με τα παιδιά να παίζουν ανέμελα στην παιδική χαρά που διαθέτει το χωριό.
Στους πρόποδες της Τσεμπερούς συναντάμε το Πάπαρη. Θα χαζέψετε τον Πύργο που υπάρχει εκεί και που χτίστηκε από τους Φράγκους σε ύψωμα για να ελέγχουν το οδικό δίκτυο της περιοχής. Σε αυτό το χωριό όμως θα συναντήσετε κάτι ασυνήθιστο. Η εκκλησία του Αγ. Νικολάου και η πλατεία του χωριού είναι κοινή.
Ανατολικά περνάμε στο χωριό Αγριακόνα. Εδώ , διασώζεται το Αγιογράφημα της εκκλησίας των Ταξιαρχών ,χτίσμα των Βυζαντινών χρόνων.
Παραμένουμε στα ανατολικά και συναντάμε τα χωριά Λιανού, Δάφνη (Κοτρομπούκι) , Μανιάτη , και το Αμπελάκι (Μπαρμπίτσα). Όλα μαζί μαρτυρούν ότι είναι αρχαιολογικά ευρήματα οικισμού και συγκεκριμένα του οικισμού Αυταία το οποίο οχυρώθηκε το 391 π.χ. από τους Σπαρτιάτες.
Επόμενο χωριό είναι ο Μαυρογιάννης, στην έξοδο του οποίου θα δείτε ότι διασώζεται ο νερόμυλος του Μέργαρη (παλιός φημισμένος οργανοπαίχτης της περιοχής).
Τέλος, περνάμε στο χωριό Καλτεζιές. Ένα χωριό αξιοζήλευτο διότι ο επισκέπτης μπορεί όχι μόνο να αγναντέψει τον Ταΰγετο μέσα από μία καταπράσινη κοιλάδα αλλά και να προσκυνήσει στο ιστορικό μοναστήρι που κάνει ξεχωριστό το χωριό. Την Μονή του Αγ. Νικολάου των Καλτεζών.
7. Οδός Λακωνικής – Τεγεατικής
Στη συνέχεια της έρευνάς μας θα μας απασχολήσει η αρχαία πόλη Ορεσθάσιον των Μαιναλίων που ο κ. Γ.Α. Πίκουλας («Η Νότια Μεγαλοπολιτική Χώρα») έχει τοποθετήσει στην Ανατολ. Φαλαισία, στην Παλιόλακκα Ανεμοδουρίου.
Όπως παραδίδουν οι αρχαίες πηγές, το Ορεσθάσιον, αφ’ ενός ήταν στην πορεία της κύριας στρατιωτικής αμαξήλατης οδού της Σπάρτης προς την Τεγεατική (Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Πλούταρχος) και αφετέρου στα δεξιά της οδού Μεγάλης Πόλης – Τεγεατικής, μετά τις Αιμονιές και πριν την Ασέα (Παυσανίας). Έτσι είναι αναγκαίο, πριν αναφερθούμε αναλυτικά για το Ορεσθάσιον, να διερευνήσουμε και αποτυπώσουμε την πορεία των δύο αυτών σημαντικών οδικών αξόνων της αρχαιότητας.
Εκ προοιμίου σημειώνουμε επιγραμματικά ότι το Ορεσθάσιον ήταν στο λόφο της Αγ. Τριάδας του χωριού Πάπαρι Μαντινείας (οδεύοντας από Πάπαρι προς το χωριό Μαρμαριά) στη Μαιναλία χώρα (Loring, Frazer, Pritchett κ.ά.) και όχι ασφαλώς στην Παλιόλακκα Ανεμοδουρίου.
Η κύρια στρατιωτική αμαξήλατη οδός της Σπάρτης προς την Τεγεατική δεν ήταν στην πορεία του σημερινού δρόμου Σπάρτης – Τρίπολης. Η διαδρομή αυτή ήταν εναλλακτική λόγω των σημαντικών δυσκολιών που παρουσίαζε (μεγάλη ανάβαση σε δύσβατες περιοχές, πολλές στροφές, συχνά ανεβοκατεβάσματα, έλλειψη νερού, ομίχλη και χιόνια το χειμώνα). Τη διαδρομή αυτή ακολούθησαν οι εισβολείς στη Λακωνική Επαμεινώνδας, Αντίγονος Δώσων και Φιλοποίμην. Υπήρχε τέλος και μια τρίτη διαδρομή ακόμη πιο δύσκολη που περνούσε από την περιοχή του χωριού Κονιδίτσα Λακωνίας και οδεύοντας ανατολικά από το χωριό Κολλίνες έφθανε στο Οιόν (χωριό Κερασιά) και από εκεί στην Τεγεατική.
Η βασική στρατιωτική αμαξήλατη οδική αρτηρία της Σπάρτης προς την υπόλοιπη Ελλάδα ακολουθούσε παράλληλη πορεία με τον Ευρώτα (λεωφόρος Ευρώτα) μέχρι τις πηγές του νότια από το χωριό Σκορτσινού, όπου στην περιοχή αυτή, όπως έχουμε αναλύσει σε προηγούμενα άρθρα μας, ήταν το ορμητήριο της Σπάρτης η Αίγυς μέχρι τον 8ο π.Χ. αι. και στη συνέχεια η Βελεμίνα με το οχυρό της Αθήναιον. Λίγο πιο βόρεια από τις «Πηγές του Ευρώτα» (Κεφαλάρι Λογαρά) υπήρχε κόμβος και διακλαδιζόταν: α) Δ,ΒΔ προς Μεσσηνία, Μεγάλη Πόλη – Ολυμπία, και β) Β,ΒΑ προς Ασεατική – Τεγεατική κ.λπ.
Το σκέλος προς Ασεατική – Τεγεατική, με σχεδόν ευθεία πορεία παρακάμπτοντας από τα ανατολικά τον ορεινό όγκο της Τσεμπερούς, έφθανε στον κάμπο του Πάπαρι και από εκεί σε Ασέα, Παλλάντιο, Τεγεατική. Η οδός, όπως υπαγορεύει το εδαφικό ανάγλυφο, όδευε στην αμέσως ανατολικά από το χωριό Σκορτσινού στενόμακρη λοφοσειρά και ακολουθώντας το συνεχόμενο καταράχι της λοφοσειράς με μικρής κλίσης ανοδική πορεία χωρίς κανένα ανεβοκατέβασμα, ήτοι: Χριάνικα, Μανιτάρι, Μεγάλα σκίνα, έφθανε στη ΝΑ απόληξη της Τσεμπερούς στην τοποθεσία Σούρματα που είναι στη διασταύρωση προς Αγριακόνα του σημερινού δρόμου Σκορτσινού – Πάπαρι.
Ο κ. Γ.Α. Πίκουλας (σελ. 86) στα Σούρματα επισήμανε άφθονη επιφανειακή κεραμική μικρού οικισμού – εγκατάστασης των ύστερων ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων και δεδομένου ότι τα Σούρματα είναι υδροφόρος περιοχή (σχετικά θα αναφερθούμε αναλυτικά στο επόμενο άρθρο μας) κατά την άποψή μας επρόκειτο για παρόδιο σταθμό εξυπηρέτησης των διερχόμενων στρατευμάτων.
Από τα Σούρματα η οδός, παρακάμπτοντας από τα ανατολικά την Τσεμπερού, συνέχιζε λίγο πιο χαμηλά από το σημερινό δρόμο προς Πάπαρι και έφθανε, χωρίς καμιά δυσκολία σε όλο το μήκος της διαδρομής από τις πηγές του Ευρώτα, στο ψηλότερο σημείο της διαδρομής που είναι στην εκτροπή του σημερινού δρόμου προς την κορυφή της Τσεμπερούς. Στη συνέχεια κατηφόριζε προς τον κάμπο του Πάπαρι όπου εκεί στάθμευαν τα στρατεύματα των Σπαρτιατών κοντά στο παρακείμενο Ορεσθάσιον και στη συνέχεια έφθανε στην περιοχή της Ασέας και ενωνόταν με την οδό Μεγάλης Πόλης – Τεγεατικής συνεχίζοντας προς Παλλάντιο, Τεγεατική.
Η οδός αυτή χρησιμοποιείτο από τους Σπαρτιάτες και όταν ήθελαν να μετακινήσουν προς την Τεγεατική τις μεγαλύτερες στρατιές τους αλλά και όταν υπήρχε άμεση πολεμική ανάγκη να φθάσουν τα στρατεύματά τους στην Τεγεατική στον πιο σύντομο δυνατό χρόνο προχωρώντας με τη μέγιστη ταχύτητα.
Ο Ηρόδοτος (Ιστορ. 9, 7-11) παραδίδει ότι πριν από τη μάχη των Πλαταιών το 479 π.Χ., οι Αθηναίοι έστειλαν πρέσβεις στη Σπάρτη και ζητούσαν από τους Σπαρτιάτες να στείλουν τα στρατεύματά τους στην Αττική για να πολεμήσουν μαζί τους Πέρσες του Μαρδόνιου. Οι έφοροι της Σπάρτης τους άκουσαν και δεσμεύτηκαν να τους δώσουν απάντηση την επόμενη μέρα αλλά συνεχώς το ανέβαλαν. Όταν παρήλθαν άκαρπα δέκα μέρες, οι Αθηναίοι πρέσβεις απογοητευμένοι και αποφασισμένοι πια να φύγουν από τη Σπάρτη παρουσιάστηκαν για τελευταία φορά στους εφόρους και τους κατέκριναν εκφράζοντας την έντονη δυσαρέσκειά τους. Τότε με κατάπληξη άκουσαν την απάντηση των εφόρων που έπαιρναν όρκο ότι ήδη τα στρατεύματα της Σπάρτης προελαύνουν κατά των βαρβάρων και έχουν φθάσει στο Ορέσθειον (Ορεσθάσιον). «Ταύτα λεγόντων των αγγέλων οι έφοροι είπαν επ’ όρκου και δη δοκέειν είναι εν Ορεσθείω στείχοντες επί τους ξείνους».
Η Σπαρτιατική στρατιά αποτελείτο από σαράντα χιλιάδες άνδρες και είναι η μεγαλύτερη που βγήκε ποτέ από τη Σπάρτη. Μαζί με τους πρέσβεις της Αθήνας που έτρεξαν αμέσως να τους προλάβουν, η Σπάρτη έστειλε και άλλες πέντε χιλιάδες επιλεγμένους οπλίτες από τους περίοικους Λακεδαιμόνιους.
Τα ίδια γεγονότα εξιστορεί και ο Πλούταρχος (Αριστείδης 10,9) αναφέροντας και αυτός ότι τα στρατεύματα των Σπαρτιατών πέρασαν από το Ορέστειον (Ορεσθάσιον). «Ήδη γαρ εν Ορεστείω τον στρατόν είναι πορευόμενον επί τους ξένους».
Ο Θουκυδίδης (Ιστορ. Ε΄ 64) παραδίδει ότι το 418 π.Χ., κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, οι Τεγεάτες που ήταν σύμμαχοι των Σπαρτιατών τους μήνυσαν να σπεύσουν εκεί επειγόντως, γιατί η Τεγέα κινδύνευε άμεσα να πέσει στα χέρια των Αργιτών που ήταν σύμμαχοι των Αθηναίων. Αμέσως τότε ο βασιλιάς Άγις έτρεξε σε βοήθεια με όλες τις δυνάμεις της Σπάρτης και με ταχύτητα που δεν είχε προηγούμενό της («πανδημεί οξεία και οία ούπω πρότερον») προχωρώντας προς το Ορέσθειον της Μαιναλίας χώρας («εχώρουν δε ες Ορέσθειον της Μαιναλίας»). Στο Ορεσθάσιον ο Άγις ανασυγκρότησε τις δυνάμεις του και αφού έστειλε πίσω το ένα έκτο του στρατού του (τους γεροντότερους και τους νέους) για τη φύλαξη της Σπάρτης έφτασε με τον υπόλοιπο στρατό στην Τεγέα.
Στη μάχη της Μαντίνειας που ακολούθησε, ο Άγις με τους συμμάχους του νίκησε το στρατό της Αθηναϊκής συμμαχίας. Σε μια φάση της μάχης οι Μαντινείς και οι Αργίτες εισχώρησαν μέχρι το μέρος που ήταν τα μεταγωγικά άρματα των Σπαρτιατών και σκότωσαν μερικούς από τους ηλικιωμένους στρατιώτες που τα φύλαγαν. Το κείμενο αυτό του Θουκυδίδη (Ε΄ 72) αποδεικνύει ότι η οδός που ακολούθησε ο Άγις πηγαίνοντας προς την Τεγέα περνώντας από το Ορεσθάσιον ήταν αμαξήλατη.
Όπως λοιπόν παραδίδουν οι αρχαίες πηγές η κύρια στρατιωτική αμαξήλατη οδός από τη Σπάρτη στην Τεγέα περνούσε από το Ορεσθάσιον οδεύοντας από τις πηγές του Ευρώτα προς Ασεατική – Τεγεατική.
Ο οδικός άξονας αυτός είναι διαχρονικός από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, καθώς ακολουθεί τη μοναδική πρόσφορη φυσική δίοδο των αρκαδικών υψωμάτων, που οδηγεί απρόσκοπτα και ομαλά κατ’ ευθείαν από την πεδινή περιοχή της λεκάνης του Ευρώτα στη Λακωνική στο υψίπεδο της Ασέας και την Τεγεατική στην Αρκαδία.
Κατά την Τουρκοκρατία αυτός ήταν ο δρόμος που υπήρχε και ακολούθησε ερχόμενος από τη Λακωνία με προορισμό την Τριπολιτσά ο Άγγλος περιηγητής και στρατιωτικός W.M. Leake την 27η Μαρτίου 1805 και τον περιγράφει αναλυτικά στο βιβλίο του «Travels in the Morea», Vol. ΙΙΙ. Όπως γράφει (σελ. 23–24), συνεχίζοντας από τις πηγές του Ευρώτα πέρασε από το Σκορτσινού αφήνοντας στα αριστερά το δρόμο προς το χωριό Γαρδίκι (Αναβρυτό) και προχώρησε προς την Ασεατική παρακάμπτοντας από τα ανατολικά την Τσεμπερού όπου προχωρώντας έβλεπε ανατολικότερα τη Μονή Καλτεζών και το χωριό Καλτεζές. «…Mount Tzimbaru, and see, two miles on the right, the large monastery of Ai Nikola, not far from the village of Kaltezia». Στη συνέχεια έφθασε στο χωριό Μπαρμπίτσα (Αμπελάκι) της Ασεατικής και από εκεί στην Τριπολιτσά (Τρίπολη).
Ο σπουδαίος αρχαιολόγος W. Loring, της Αγγλικής αποστολής που ανέσκαψε τη Μεγάλη Πόλη, ασχολήθηκε το 1894 με τους αρχαίους δρόμους και γενικά την αρχαία τοπογραφία της ευρύτερης περιοχής. Η μελέτη του δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «The Journal of Hellenic Studies», Vol. XV, 1895 με τίτλο «Some Ancient Routes in the Peloponnese» (σελ. 25–89).
Ο Loring, που ήταν άριστος γνώστης της περιοχής, διερεύνησε ιδιαίτερα την πορεία της κύριας στρατιωτικής οδού της Σπάρτης προς την Τεγέα με προσωπική αυτοψία σε όλες τις πιθανές διαδρομές από τη Σελλασία μέχρι τον κάμπο της Μεγαλόπολης και εξετάζοντας και αναλύοντας όλα τα δεδομένα κατέληξε στο συμπέρασμα (σελ. 28 & 47–49) ότι το μοναδικό πρόσφορο πέρασμα κατάλληλο για τη μετακίνηση στρατευμάτων από τη Λακωνική στην Ασεατική, Τεγεατική ήταν η διαδρομή που αναφέρουμε παραπάνω. Επισημαίνει δε (σελ. 49) και τα φανερά ίχνη του Τουρκικού οδοστρώματος σε ορισμένα σημεία της διαδρομής: «It bears clear traces of Turkish pavement in some parts».
Ο Loring λοιπόν ταύτισε πρώτος το δρόμο από τις πηγές Ευρώτα προς Σκορτσινού, Πάπαρι, Ασέα με την παραπάνω αρχαία κύρια στρατιωτική αμαξήλατη οδό της Σπάρτης προς Ασεατική, Τεγεατική και επίσης ταύτισε το Oρεσθάσιον στο λόφο της Αγ. Τριάδας του χωριού Πάπαρι, στην πορεία της οδού, όπου επισήμανε σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα.
Πρόσφατα σχετικά ο καθηγητής του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια W. Kendrick Pritchett ασχολήθηκε και αυτός συστηματικά με τη θέση του Ορεσθάσιου και την πορεία της στρατιωτικής οδού Σπάρτης – Τεγέας και δημοσίευσε τις σχετικές μελέτες του στο βιβλίο «Studies in Ancient Greek Topography», Part IV (Passes), 1982.
Με περιηγήσεις του στην περιοχή και επισταμένη μελέτη των αρχαίων πηγών κατέληξε στα ίδια συμπεράσματα με τον Loring, με τις απόψεις του οποίου συμφωνεί απόλυτα. Μεταξύ των πολλών άλλων αναφέρεται και αυτός (σελ. 55) στο Τουρκικό οδόστρωμα στο οποίο έκανε αυτοψία οδηγημένος εκεί από κατοίκους του Πάπαρι και δημοσιεύει τις αριθ. 23, 24, 25 και 26 φωτογραφίες του από το οδόστρωμα. Σημειώνουμε ότι ένα τμήμα του Τουρκικού οδοστρώματος μήκους περίπου 300μ. υπάρχει ακόμη, σε απόσταση 1 χλμ. μετά τη διασταύρωση προς Αγριακόνα οδεύοντας προς Πάπαρι, λίγο πιο χαμηλά από το σημερινό δρόμο.
Ο κ. Γ.Α. Πίκουλας («Η Νότια Μεγαλοπολιτική Χώρα»), υποστηρίζει ότι η παραπάνω αρχαία στρατιωτική αμαξήλατη οδός από τις πηγές του Ευρώτα συνέχιζε δυτικά από το Σκορτσινού, νότια από το Γραικού, ανατολικά από το Βουτσαρά, Λαδά το χάνι, Παλιόλακκα Ανεμοδουρίου (ΝΑ από το Ανεμοδούρι όπου εκεί τοποθέτησε το Ορεσθάσιον) και ανέβαινε στην Τσεμπερού περνώντας από το διάσελο του Παλιανεμόδουρου (ΒΑ από το Ανεμοδούρι) συνεχίζοντας προς Ασεατική. Παραθέτει δε και τα, κατά την άποψή του, συγκριτικά πλεονεκτήματα της διαδρομής που ο ίδιος προτείνει έναντι της διαδρομής που προτείνουν οι Loring και Pritchett, ήτοι:
α) Όπως γράφει (σελ. 206), η πορεία της οδού ακολουθούσε τις δυτικές υπώρειες της Τσεμπερούς και ανέβαινε στο διάσελο του Παλιανεμόδουρου για να περάσει στην Ασεατική, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, γιατί: «το πέρασμα της Τσεμπερούς σήμαινε είσοδο σε εχθρική περιοχή αφού πάντοτε το υψίπεδο της Ασέας παρέμεινε κτήση των Αρκάδων» και τα στρατεύματα της Σπάρτης «είχαν την Τσεμπερού να τα καλύπτει αμυντικά από τα ανατολικά».
Κατ’ αρχήν είναι αδιανόητο να υποστηρίζεται ότι η πανίσχυρη Σπάρτη, που κατά την ακμή της τρομοκρατούσε ολόκληρη την Ελλάδα, είχε το παραμικρό πρόβλημα να περάσει στην –έστω εχθρική– Ασεατική (Μαιναλία χώρα) τον εκστρατεύοντα πάνοπλο και ανίκητο στρατό της. Άλλωστε ποιά διαφορά υπήρχε εάν ο στρατός περνούσε από την Τσεμπερού στην Ασεατική 1-2 χλμ. ΒΔ ή ΝΑ από το Πάπαρι;
Έτσι και αλλιώς όμως είναι γνωστό ότι από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ. η Τεγέα είχε συνθηκολογήσει με τη Σπάρτη και μέχρι το 371 π.Χ. που η Σπάρτη ηττήθηκε από τους Θηβαίους ήταν πιστή σύμμαχός της, η δε νότια Μαιναλία χώρα ήταν κάτω από τον άμεσο έλεγχο και επιρροή της Τεγέας και κατά συνέπεια η Ασεατική όχι μόνο δεν ήταν εχθρική περιοχή προς τη Σπάρτη αλλά αντίθετα ήταν συμμαχική.
Στη μάχη των Πλαταιών το 479 π.Χ. που, όπως παραδίδουν οι Ηρόδοτος και Πλούταρχος, τα στρατεύματα της Σπάρτης πέρασαν από το Ορεσθάσιον και την Ασεατική, οι Σπαρτιάτες στο πεδίο της μάχης είχαν στο πλευρό τους μόνο τους Τεγεάτες. Όπως δε χαρακτηριστικά γράφει ο Ηρόδοτος (Ιστορ. 9, 61) οι Τεγεάτες δεν εγκατέλειπαν ποτέ τους Λακεδαιμόνιους («ούτοι γαρ ουδαμά απεσχίζοντο από Λακεδαιμονίων»). Στη μάχη της Μαντίνειας το 418 π.Χ., που επίσης τα στρατεύματα της Σπάρτης πέρασαν από το Ορεσθάσιον και την Ασεατική, όπως παραδίδει ο Θουκυδίδης (Ιστορ. Ε΄ 67) δίπλα από τους Σπαρτιάτες παρατάχθηκαν οι Αρκάδες Ηραιείς, μετά οι Μαινάλιοι και στο δεξιό άκρο οι Τεγεάτες («…και παρ’ αυτούς Αρκάδων Ηραιής, μετά δε τούτους Μαινάλιοι και επί τω δεξιώ κέρα Τεγεάται…»).
β) Ο κ. Πίκουλας (σελ. 210) αναφερόμενος στην πορεία της οδού που προτείνουν οι Loring και Pritchett υποστηρίζει ότι: «αν την είχαν ακολουθήσει οι στρατιές της Σπάρτης, θα παρέμεναν μέρες στο υψίπεδο της Ασέας για να αναλάβουν από την κόπωση και την ταλαιπωρία».
Δεν κατανοούμε από πού προκύπτει κάτι τέτοιο δεδομένου ότι η διαδρομή αυτή είναι καθ’ όλα ομαλή και απρόσκοπτη. Η υψομετρική διαφορά των περίπου 350μ., από τις πηγές του Ευρώτα (450μ.) μέχρι το ψηλότερο σημείο της διαδρομής (800μ.) στη διασταύρωση του σημερινού δρόμου προς την κορυφή της Τσεμπερούς, κατανέμεται σχεδόν ισομερώς σε όλη τη διαδρομή συνολικού μήκους 10 χλμ. έτσι ώστε η κλίση είναι πολύ μικρή και η χρονικής διάρκειας περίπου 2–2,5 ωρών πορεία μέχρι τον κάμπο του Πάπαρι δεν παρουσιάζει κανένα απολύτως πρόβλημα για τον οποιονδήποτε, πόσο μάλλον για τον άριστα εκπαιδευμένο στρατό της Σπάρτης. Όπως γράφει ο Leake (σελ. 23–24), ξεκίνησε από τις πηγές του Ευρώτα στις 12.23 μ.μ. και έφθασε στις 2.48 μ.μ., δηλαδή μετά από 2 ώρες και 25 λεπτά, στον κάμπο της Ασεατικής στο χωριό Κουτρουμπούχι (Δάφνη).
Αντίθετα, αν ακολουθήσει κανείς την πορεία που προτείνει ο κ. Πίκουλας, από τα 450μ. στις πηγές του Ευρώτα φθάνει στα 590μ. στην Παλιόλακκα Ανεμοδουρίου ΝΑ του χωριού στα ριζά της Τσεμπερούς και από εκεί πρέπει να ανέβει 290μ. σχεδόν κάθετα στην Τσεμπερού για να περάσει από το διάσελο του Παλιανεμόδουρου (880μ.) προς την Ασεατική διανύοντας συνολικά και υπερδιπλάσια διαδρομή. Επισημαίνουμε ότι ο Pritchett έκανε αυτοψία στο διάσελο του Παλιανεμόδουρου και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν αδύνατο να περνούσε από εκεί αρχαίος στρατιωτικός δρόμος και μάλιστα αμαξήλατος. Σημειώνεται ότι ακόμη και σήμερα, παρά τα τεχνικά μέσα που υπάρχουν, ο δρόμος από το χωριό Ανεμοδούρι προς την Ασεατική δεν ανεβαίνει στο Παλιανεμόδουρο που είναι ΒΑ του χωριού αλλά κατευθύνεται ΒΔ προς το χωριό Μαρμαριά.
γ) Τέλος ο κ. Πίκουλας για τη διαδρομή προς Σκορτσινού – Πάπαρι – Ασεατική γράφει (σελ. 210): «Το κυριότερο μειονέκτημα όμως μιας τέτοιας πορείας, που δε σημειώνουν οι Loring και Pritchett, είναι η έλλειψη του νερού. Από του Σκορτσινού σχεδόν μέχρι και το νεκροταφείο του Πάπαρι δεν υπάρχει σταγόνα νερό, ούτε καν κάποιο εποχιακό ξεροπήγαδο».
Επισημαίνουμε ότι αυτό είναι ανακριβέστατο καθώς συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Στη μέση της διαδρομής προς το Πάπαρι, στα 5 χλμ. περίπου από τις «Πηγές του Ευρώτα», είναι η τοποθεσία Σούρματα αμέσως πριν τη διασταύρωση προς το χωριό Αγριακόνα. Η περιοχή εκεί είναι υδροφόρος και προκαλεί απορίες και ερωτηματικά πως δεν το διαπίστωσε αυτό ο κ. Πίκουλας ο οποίος την ερεύνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και επισήμανε άφθονη επιφανειακή κεραμική μικρού οικισμού – εγκατάστασης των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων.
Λίγο πριν εισέλθουμε στα Σούρματα οδεύοντας από το Σκορτσινού, στην τοποθεσία «Μεγάλα σκίνα» υπήρχε πάντα και υπάρχει ακόμη πηγή ακριβώς δίπλα από το κράσπεδο του ασφαλτοστρωμένου δρόμου, στην οποία τώρα έχει γίνει τεχνικό έργο για τη συλλογή του νερού προς άρδευση καλλιεργειών. Σημ.: παραθέτουμε πρόσφατη φωτό της πηγής.
Στα Σούρματα υπήρχε και υπάρχει η οικία του Διαμαντή Θεοδωρόπουλου ο οποίος διατηρούσε και μεγάλο τυροκομείο μέχρι το 1990, ενώ μερικά μέτρα μακριά υπήρχε σε λειτουργία και δεύτερο τυροκομείο (το κτίσμα υπάρχει ακόμη). Ο γιός του κ. Σταύρος Θεοδωρόπουλος, που ήταν και γραμματέας της Κοινότητας Αγριακόνα που απέχει από εκεί περίπου 2 χλμ., μας πληροφόρησε ότι για την ύδρευση – άρδευση υπάρχουν γύρω από την οικία τρία πηγάδια, το τελευταίο από τα οποία ανοίχθηκε το 1960, καθώς και μια γεώτρηση. Το νερό είναι επιφανειακό σε μικρό βάθος.
Οι ντόπιοι γνωρίζουν ότι η περιοχή γενικά έχει αρκετές μικροπηγές και πηγάδια. Αρκεί να αναφερθεί ότι το χωριό Αγριακόνα υδρεύεται από τη δεκαετία του 1970, με γεωτρήσεις μικρού βάθους, ακριβώς από αυτή την πολύ μικρή σε έκταση τοποθεσία Σούρματα που την ερεύνησε ο κ. Πίκουλας στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (σελ. 86) και απορούμε πως δεν τα διαπίστωσε όλα αυτά και γράφει ότι «δεν υπάρχει σταγόνα νερό ούτε καν κάποιο εποχιακό ξεροπήγαδο»!
Νίκος Γ. Καρύδης
(Από το βιβλίο μου «Νότια Μεγαλοπολίτις»)
8. Οδός Μεγάλης Πόλης – Παλλάντιου
Ο Παυσανίας (Αρκαδ. 44) για την οδό από τη Μεγάλη Πόλη προς το Παλλάντιο και την Τεγέα παραδίδει: «Τα δε επίλοιπα ημίν του Αρκαδικού λόγου έστιν εκ Μεγάλης πόλεως ες Παλλάντιον οδός και ες Τεγέαν, άγουσα αύτη μέχρι του καλουμένου Χώματος. Κατά ταύτην την οδόν Λαδόκεια σφισιν ωνόμασται τα προ του άστεως από Λαδόκου του Εχέμου και μετά ταύτα Αιμονιαί πόλις ήσαν το αρχαίον. Οικιστής δε Αίμων εγένετο αυταίς ο Λυκάονος, διαμεμένηκε δε και ες τόδε Αιμονιάς το χωρίον τούτο ονομάζεσθαι.
Μετά δε Αιμονιάς εν δεξιά της οδού πόλεως εστιν Ορεσθασίου και άλλα υπολειπόμενα ες μνήμην και Αρτέμιδος ιερού κίονες έτι. Επίκλησις δε Ιέρεια τη Αρτέμιδι εστι. Την δε ευθείαν ιόντι εξ Αιμονιών Αφροδίσιον τε εστιν ονομαζόμενον και μετ’ αυτό άλλο χωρίον το Αθήναιον. Τούτου δε εν αριστερά ναός εστιν Αθηνάς και άγαλμα εν αυτώ λίθου. Του Αθηναίου δε μάλιστα είκοσιν απωτέρω σταδίοις ερείπια Ασέας εστί, …».
Δηλαδή (σε μετάφραση εκδόσ. «Κάκτος»): «Aυτό που έμεινε να αναφέρω για την Αρκαδία είναι ο δρόμος από τη Μεγαλόπολη προς το Παλλάντιο και την Τεγέα, ο οποίος οδηγεί στο λεγόμενο Χώμα. Η περιοχή που εκτείνεται μπροστά από την πόλη, κατά μήκος αυτού του δρόμου, ονομάζεται Λαδόκεια από τον γιο του Εχέμου, Λάδοκο. Στα παλιά χρόνια, πιο πέρα βρισκόταν η πόλη Αιμονιές, που ιδρύθηκε από τον Αίμονα, τον γιο του Λυκάονα. Και το όνομα Αιμονιές έχει διατηρηθεί μέχρι σήμερα στην περιοχή.
Μετά τις Αιμονιές, δεξιά του δρόμου, ανάμεσα στα ερείπια της πόλης Ορεσθάσιο αναφέρονται και οι κίονες του ιερού της Άρτεμης. Η επωνυμία της Άρτεμης είναι Ιέρεια. Μετά τις Αιμονιές, προχωρώντας ευθεία στον δρόμο, βρίσκεται το Αφροδίσιο και στη συνέχεια περιοχή που λέγεται Αθήναιο, αριστερά από το οποίο υπάρχει ναός της Αθηνάς και μέσα σ’ αυτόν μαρμάρινο άγαλμά της. Είκοσι στάδια από το Αθήναιο βρίσκονται τα ερείπια της Ασέας…».
Όπως είναι γνωστό, η αρχαία Μεγαλόπολη ήταν πιο βόρεια από τη σημερινή πόλη, εκτεινόμενη και στις δύο πλευρές του Ελισσώνα ποταμού. Η οδός προς Ασέα, Παλλάντιο, Τεγέα ξεκινώντας από εκεί κατευθυνόταν προς την περιοχή του χωριού Μακρύσι και ανέβαινε από το πέρασμα στις Βίγλες –όπως η Εθνική οδός Μεγαλόπολης, Ασέας, Τρίπολης– προς την περιοχή του χωριού Παλαιόχουνη, συνεχίζοντας προς τον οικισμό της Κάτω Ασέας όπου ήταν η αρχαία Ασέα και από εκεί σε Παλλάντιο, Τεγέα.
Η πεδινή περιοχή από το ΒΑ άκρο περίπου της σημερινής Μεγαλόπολης, κατά μήκος αυτής της οδού, προς το χωριό Μακρύσι λεγόταν Λαδόκεια. Πιο πέρα, στην περιοχή της Μονής Παναγίας Μακρυσίου ήταν η τοποθεσία Αιμονιές, όπου στα πανάρχαια χρόνια ήταν η πόλη Αιμονιές που είχε ιδρύσει ο Αίμων γιός του Λυκάονα. Επισημαίνουμε ιδιαίτερα ότι, όπως παραδίδει ο Παυσανίας, δεν υπήρχε πλέον στα χρόνια του πόλη Αιμονιές, αλλά μόνο η περιοχή διατηρούσε ακόμη αυτή την ονομασία από την πόλη που υπήρχε εκεί τα αρχαία χρόνια («Αιμονιαί πόλις ήσαν το αρχαίον») και δεν αναφέρει το παραμικρό για ύπαρξη ερειπίων ή άλλων καταλοίπων της, όπως αναφέρει στη συνέχεια για το Ορεσθάσιον και την Ασέα.
Ο Παυσανίας προχωρώντας μετά τις Αιμονιές και κατεβαίνοντας από την περιοχή του χωριού Παλαιόχουνη στον κάμπο της Ασεατικής οδεύοντας προς Κ. Ασέα, έβλεπε στα δεξιά του μεταξύ των χωριών Μαρμαριά και Πάπαρι τα ερείπια της πόλης Ορεσθάσιον στο λόφο της Αγ. Τριάδας Πάπαρι και ανάμεσά τους, τους κίονες από το ιερό της Άρτεμης που ήταν ψηλά στη βόρεια πλαγιά του λόφου ακριβώς απέναντι και σε οπτική επαφή με την πορεία του.
Σημ.: Για το Ορεσθάσιον και τα σημαντικά ευρήματα του W. Loring στο λόφο της Αγ. Τριάδας θα αναφερθούμε στο επόμενο άρθρο μας.
Επανερχόμενος ο Παυσανίας στην τοποθεσία Αιμονιές ως αφετηρία, μας λέει ότι προχωρώντας ευθεία στο δρόμο συναντούμε την περιοχή που λέγεται Αφροδίσιον και στη συνέχεια την περιοχή που λέγεται Αθήναιον, όπου υπήρχε ναός της Αθηνάς στα αριστερά και μαρμάρινο άγαλμά της. Δεδομένου ότι, όπως παραδίδει ο Παυσανίας, η Ασέα απείχε από το Αθήναιον περίπου είκοσι στάδια (3,7 χλμ.), το Αθήναιον ήταν αναμφίβολα στην περιοχή του Αγ. Παντελεήμονα ΝΑ του χωριού Αθήναιου, που είναι σε αυτή την απόσταση από την ακρόπολη της αρχαίας Ασέας.
Για το Αθήναιον σε σχέση με την περιοχή του Αγ. Παντελεήμονα, αναφέρεται πρώτος ο Γάλλος στρατιωτικός γεωγράφος Emile Puillon Boblaye στο βιβλίο του «Recherches Geographiques sur les Ruines de la Morea», Paris 1836, σελ. 173.
Ο Άγγλος αρχαιολόγος W. Loring ταύτισε πρώτος το Αθήναιον με την περιοχή του Αγ. Παντελεήμονα, όπου εκεί, όπως αναφέρει, βρισκόταν και το Χάνι του Νταβράντα («Khan of Davranda») και γράφει σχετικά στο περιοδικό «The Journal of Hellenic Studies», Vol. XV, 1895, σελ. 32. Με τις απόψεις του Loring συμφωνεί ο Σκωτσέζος ανθρωπολόγος και κλασσικός μελετητής J. G. Frazer («Pausanias’s Description of Greece», Vol. IV, 1898, σελ. 414). Επίσης ο Αμερικανός καθηγητής W. Kendrick Pritchett («Studies in Ancient Greek Topography», Part IV (Passes), 1982, σελ. 60), οι H. Hitzig – H. Blumner και άλλοι πολλοί ερευνητές.
Όσον αφορά το Αφροδίσιον, που ήταν πριν το Αθήναιον οδεύοντας από Αιμονιές προς Ασέα, κατά την άποψή μας ήταν στην περιοχή του Αγ. Γεωργίου ΝΔ του χωριού Αθήναιου περίπου 1,5 χλμ. πριν από τον Αγ. Παντελεήμονα (αρχαίο Αθήναιον) οδεύοντας από το χωριό Παλαιόχουνη προς Κ. Ασέα. Στο λοφίσκο που είναι το εξωκλήσι του Αγ. Γεωργίου υπήρχε μέχρι τα τελευταία χρόνια μεγάλο κεφαλάρι από το οποίο υδρευόταν το χωριό Αθήναιον, η δε περιοχή ήταν κατάφυτη από δένδρα, ιδανικός τόπος για διαχρονικό παρόδιο σταθμό. Δυστυχώς, ύστερα από γεωτρήσεις που έγιναν στην ευρύτερη περιοχή το κεφαλάρι στέρεψε, ενώ η πυρκαγιά του 2007 κατέκαψε το δασάκι. Ο κ. Γ. Α. Πίκουλας («Η Νότια Μεγαλοπολιτική Χώρα», σελ. 65) στο λόφο και δυτικά του λόφου εντόπισε κεραμική, κυρίως όστρακα από αγγεία, από τα προϊστορικά μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια (αλλά και πολύ νεότερα), που επιβεβαιώνουν την ταύτιση του Αφροδίσιου με την τοποθεσία αυτή.
Σημειώνουμε ότι οι παλαιοί ερευνητές είχαν εκφράσει αδυναμία ταύτισης του Αφροδίσιου και αγνοούσαν τη θέση του Αγ. Γεωργίου και τα εκεί αρχαιολογικά κατάλοιπα, καθώς έχει επικρατήσει η άποψη ότι η οδός από τη Μεγαλόπολη συνέχιζε νότια προς τα χωριά Περιβόλια και Ραψομμάτη και ανέβαινε προς την Ασεατική μεταξύ των χωριών Ραψομμάτη και Ανεμοδούρι, όπως ο δρόμος της Τουρκοκρατίας από το Λεοντάρι για την Τριπολιτσά. Οι Αιμονιές έχουν τοποθετηθεί στη θέση Ποτιστικά ΒΑ από τα Περιβόλια, όπου εκεί υπήρχε άφθονη επιφανειακή κεραμική αρχαίας πόλης.
Η άνοδος όμως προς την Ασεατική μεταξύ Ραψομμάτη και Ανεμοδούρι δεν έχει καμιά σχέση με τις οικιστικές συνθήκες και τις ανάγκες οδικής διέλευσης κατά την αρχαιότητα, αλλά μόνο με τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όταν η Μεγαλόπολη ήταν ένα ασήμαντο χωριό (Σινάνου) και το Λεοντάρι το σημαντικό κέντρο μιας ευρύτερης περιοχής, όπου όλοι οι δρόμοι διέρχονταν ή ξεκινούσαν από αυτό. Οι διαβάσεις των απότομων υψωμάτων, από το Ραψομμάτη μέχρι το Ανεμοδούρι προς την Ασεατική, είναι πολύ πιο δύσκολες από το πέρασμα Βίγλες – Παλαιόχουνη, αλλά ακριβώς απέναντι από το Λεοντάρι το οποίο και εξυπηρετούσαν. Αντίστοιχα για την αρχαία Μεγαλόπολη, που ήταν στον Ελισσώνα ποταμό, το πέρασμα Βίγλες – Παλαιόχουνη ήταν η πιο σύντομη διαδρομή προς την Ασεατική και ταυτόχρονα η πλέον βατή διάβαση από κάθε άλλη μέχρι το Ανεμοδούρι.
Ο Παυσανίας βέβαια με το παραπάνω κείμενό του παραθέτει στοιχεία για την ασφαλή ταύτιση της πορείας της οδού, καθώς και του Αθήναιου, του Αφροδίσιου και των Αιμονιών, αναφέροντας ότι μετά τις Αιμονιές προχωρούμε ευθεία και συναντούμε πρώτα το Αφροδίσιον και μετά το Αθήναιον, το οποίο απέχει περίπου είκοσι στάδια από την Ασέα. Εάν ενώσουμε με μια ευθεία τον Αγ. Παντελεήμονα, που αναμφίβολα στην περιοχή του ήταν το Αθήναιον, όπως η απόσταση από την Ασέα υπαγορεύει, με τον Αγ. Γεώργιο (Αφροδίσιον) και προεκτείνουμε την ευθεία προς την περιοχή της Μεγαλόπολης, διερχόμαστε από τις Βίγλες και καταλήγουμε στην περιοχή της Μονής Μακρυσίου, όπου όπως προαναφέραμε ήταν οι Αιμονιές.
Έτσι και αλλιώς η ταύτιση των Αιμονιών στη θέση Ποτιστικά στα Περιβόλια πρέπει να αποκλεισθεί, γιατί αυτή η πανάρχαια πόλη που δεν υπήρχε τον 4ο αι. π.Χ. και ως εκ τούτου δεν συμμετείχε στη συνοίκηση της Μεγάλης Πόλης και που δεν είχε αφήσει κανένα απολύτως ίχνος της τον 2ο αι. μ.Χ. όταν περιηγήθηκε ο Παυσανίας, δεν μπορεί να τοποθετηθεί σε περιοχή που 18 αιώνες μετά, τον 20ο αι. μ.Χ., ήταν διάσπαρτη από επιφανειακά αρχαιολογικά ευρήματα πόλης. Ήδη, τα πρόσφατα ανασκαφικά επιγραφικά ευρήματα στα Ποτιστικά, από την Αρχαιολογική Υπηρεσία Τρίπολης (ΛΘ΄ ΕΠΚΑ), επιβεβαιώνουν τα παραπάνω και αποκλείουν τις Αιμονιές καθώς αναφέρονται σε πόλη που έχει σχέση με τον Ορέστη, δηλαδή το Ορέστειον.
Επειδή όμως υπάρχουν απόψεις ότι η πόλη Ορέστειον συνδέεται/ταυτίζεται με την πόλη Ορεσθάσιον, σε επόμενο άρθρο μας θα αναλύσουμε και την αρχαία τοπογραφία των περιοχών από τα Περιβόλια μέχρι τον ποταμό Ελισσώνα και θα καταδείξουμε ότι, όπως παραδίδουν οι αρχαίες πηγές, το Ορέστειον της Παρρασίας χώρας του Ορέστη του γιού του Αγαμέμνονα είναι ασφαλώς διαφορετική πόλη από το Ορεσθάσιον της Μαιναλίας χώρας του Ορεσθέα του γιού του Λυκάονα.
Νίκος Γ. Καρύδης
(Από το βιβλίο μου «Νότια Μεγαλοπολίτις»)
9. Ορεσθάσιον
Το Ορεσθάσιον ήταν μια πανάρχαια πόλη της Μαιναλίας χώρας, που ιδρύθηκε κατά τα προϊστορικά χρόνια από τον Ορεσθέα, έναν από τους γιούς του Λυκάονα που ήταν γιός του Πελασγού. Υπήρξε ακμάζουσα μέχρι τον 4ο π.Χ. αιώνα και συμμετείχε στη συνοίκηση της Μεγάλης Πόλης (371 π.Χ.), οπότε πλέον χωρίς πληθυσμό ερείπωσε και εξέλιπε (Παυσαν. Αρκαδ. 3,1 & 27,3).
Τον 7ο αι. π.Χ., το 659 π.Χ. (2ο έτος της 30ης ολυμπιάδας) οι Σπαρτιάτες επιτέθηκαν στην Αρκαδική πόλη Φιγαλία και την πολιόρκησαν, με αποτέλεσμα τελικά οι Φιγαλείς να εγκαταλείψουν την πόλη τους που καταλήφθηκε από τους Σπαρτιάτες. Οι Φιγαλείς φυγάδες πήγαν στους Δελφούς, όπου η Πυθία τους είπε ότι θα κατάφερναν να επιστρέψουν στην πόλη τους μόνο αν εκατό επίλεκτοι άνδρες από το Ορεσθάσιον τους βοηθούσαν και πέθαιναν πολεμώντας γι’ αυτούς. Σημειώνεται ότι το Παλλάντιον, το Ορεσθάσιον και η Φιγαλία ήταν αδελφές πόλεις που είχαν ιδρύσει τα αδέλφια, γιοί του Λυκάονα, Πάλλας, Ορεσθέας και Φίγαλος.
Όταν οι Ορεσθάσιοι έμαθαν για το χρησμό, άρχισαν να συναγωνίζονται για το ποιοί θα συμπεριληφθούν ανάμεσα στους εκατό που θα έπαιρναν μέρος στην εκστρατεία μαζί με τους Φιγαλείς. Οι εκατό που επιλέχθηκαν πραγματοποίησαν την προφητεία και σκοτώθηκαν πολεμώντας γενναία, αφού όμως έτρεψαν σε φυγή την Σπαρτιατική φρουρά και βοήθησαν τους Φιγαλείς να ανακαταλάβουν την πόλη τους. Στην αγορά της Φιγαλίας υπήρχε πολυάνδριο των επιφανών Ορεσθασίων και κάθε χρόνο γίνονταν εναγισμοί και τους αποδίδονταν τιμές ηρώων (Παυσαν. Αρκαδ. 39,3-5 & 41,1).
Τον 5ο αι. π.Χ., το 472 π.Χ. στην 77η ολυμπιάδα, αναδείχθηκε ολυμπιονίκης στην πυγμαχία παίδων ο Τέλλων ο Ορεσθάσιος όπως τον αναφέρει ο Παυσανίας (Ηλιακά, 10,9), ή Τέλλων ο Αρκάς Ορεσθάσιος όπως αναγράφεται στην αρχαία επιγραφή που βρέθηκε στην Ολυμπία (IvO 147,148): Τέλλων τόνδ’ ανέθηκε Δαήμονος υιός αγαυού Αρκάς Ορεσθάσιος παις από πυγμαχίας.
Όπως λοιπόν παραδίδουν οι αρχαίες πηγές, το Ορεσθάσιον ήταν μια ελεύθερη Αρκαδική πόλη της Μαιναλίας χώρας, που ανέδειξε ολυμπιονίκη και συμμετείχε μαζί με τις άλλες πόλεις των Μαιναλίων (και όχι των πρώην περιοίκων Αιγυτών) στη συνοίκηση της Μεγάλης Πόλης και ποτέ δεν υπήρξε περιοικίδα πόλη και περιοχή της Σπάρτης στη Λακωνική επικράτεια. Ακολουθώντας βέβαια την πολιτική της ηγέτιδας πόλης Τεγέας, η οποία είχε συμμαχήσει με τη Σπάρτη από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ. μέχρι το 371 π.Χ., ήταν και αυτή φιλικά διακείμενη στη Σπάρτη την ίδια περίοδο, όπως όλες οι πόλεις της Νότιας Μαιναλίας χώρας που ήταν κάτω από την πολιτική επιρροή και καθοδήγηση της ισχυρής Τεγέας και καθώς ήταν στην πορεία της κύριας στρατιωτικής οδού της Σπάρτης προς την Τεγέα, στάθμευαν στην περιοχή της τα στρατεύματα των Σπαρτιατών.
Ο Άγγλος αρχαιολόγος W. Loring («The Journal of Hellenic Studies», Vol. XV, 1895), ύστερα από επισταμένη έρευνα ταύτισε πρώτος το 1894 το Ορεσθάσιον στο λόφο της Αγ. Τριάδας του χωριού Πάπαρι, στον οποίο βρήκε σημαντικά αρχαιολογικά κατάλοιπα. Ο χαμηλός και μικρός λόφος αυτός είναι μεταξύ του Πάπαρι και του χωριού Μαρμαριά, τελευταία απόληξη της Τσεμπερούς προς τα βόρεια και αμέσως μετά αρχίζει ο κάμπος του υψίπεδου της Ασεατικής.
Παραθέτουμε τμήμα του χάρτη (“Map of the PLAIN OF ASEA”) του Ασεατικού υψίπεδου που σχεδίασε και δημοσίευσε ο Loring στη μελέτη του (“Some Ancient Routes in the Peloponnese”), όπου μεταξύ των χωριών Πάπαρι και Μαρμαριάς σημειώνει τη θέση του λόφου και γράφει: Chapel of Ag. Triada ORESTHASIUM.
Ο Loring αναζητώντας τα κατάλοιπα του Ορεσθάσιου ανατολικά της Τσεμπερούς και ενώ στην περιοχή της Μαρμαριάς δεν υπήρχαν ίχνη της αρχαιότητας (“no traces of antiquity”), οδηγήθηκε στο λόφο αυτό από κατοίκους του Πάπαρι, όπου, όπως και ο ίδιος διαπίστωσε, εκεί υπήρχαν ευδιάκριτα τέτοια ίχνη και όπως γράφει (σελ 29) μια μικρή ανασκαφή που έκανε έφερε πολλά περισσότερα από αυτά στο φως.
Στη νότια πλαγιά του λόφου είναι το εξωκλήσι της Αγ. Τριάδας, στους τοίχους του οποίου επισήμανε χτισμένους αρκετούς αρχαίους λιθόπλινθους (σελ. 29–30). Σημ.: Το εξωκλήσι τώρα είναι υπερυψωμένο και πανέμορφα ανακαινισμένο (φωτό).
Στη βόρεια πλαγιά του λόφου, σε απόσταση περίπου 200 μ. από την Αγ. Τριάδα, ήταν (δεν υπάρχει πλέον) το ερειπωμένο εξωκλήσι του Αϊ Γιαννάκη, όπου κρυμμένα στα ερείπιά του επισήμανε εντοιχισμένα πολλά κομμάτια μαρμάρινου αρχιτεκτονικού υλικού και μεταξύ των άλλων ένα θραύσμα δωρικού κιονόκρανου και μια ακέραια μετόπη και τρίγλυφο από δωρική ζωφόρο αρχαίου ναού (σελ.30). Όπως αναφέρει, τα μάρμαρα για την κατασκευή του ναού είχαν μεταφερθεί από μακριά, από τα Δολιανά και ως εκ τούτου θεωρεί ότι ο ναός στον οποίο ανήκαν ήταν σημαντικός και τα αποδίδει στο ναό της Άρτεμης, που ο Παυσανίας (Αρκαδ. 44,2) παραδίδει ότι υπήρχαν οι κίονές του ανάμεσα στα ερείπια του Ορεσθάσιου και έκρινε άξιο ιδιαίτερης μνείας. «Μετά δε Αιμονιάς εν δεξιά της οδού πόλεως εστιν Ορεσθασίου και άλλα υπολειπόμενα ες μνήμην και Αρτέμιδος ιερού κίονες έτι. Επίκλησις δε Ιέρεια τη Αρτέμιδι εστι».
Ο Loring λοιπόν ταύτισε το Ορεσθάσιον της Μαιναλίας χώρας στο λόφο της Αγ. Τριάδας του χωριού Πάπαρι, η θέση του οποίου και τα ευρήματα εκεί συμφωνούν απόλυτα με τις αρχαίες πηγές:
– Είναι στην πορεία της κύριας στρατιωτικής οδού της Σπάρτης προς την Τεγέα (Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Πλούταρχος) και καθώς γύρω εκτείνεται μεγάλης έκτασης πεδινή περιοχή του υψίπεδου, προσφερόταν για στάθμευση πολλών χιλιάδων ανδρών καθώς και ιππικού, υποζυγίων και αρμάτων.
– Είναι στα δεξιά της οδού Μεγάλης Πόλης – Ασέας, Παλλάντιου, Τεγέας μετά τις Αιμονιές και πριν την Ασέα (Παυσανίας), σε οπτική επαφή και σε κατάλληλη απόσταση, ώστε οδεύοντας ο Παυσανίας έβλεπε τα ερείπια της πόλης και ανάμεσά τους, τους κίονες του ναού της Άρτεμης ψηλά στη βόρεια πλαγιά του λόφου.
– Στο λόφο βρέθηκε αρχιτεκτονικό υλικό σημαντικού αρχαίου ναού (Άρτεμης).
– Η περιοχή αυτή ήταν πάντοτε Αρκαδική Μαιναλία χώρα και όχι περιοικίδα περιοχή της Σπάρτης στη Λακωνική επικράτεια.
Τρία χρόνια μετά τον Loring, περιηγήθηκε και ερεύνησε την περιοχή ο Σκωτσέζος ανθρωπολόγος και κλασσικός μελετητής J. G. Frazer, που αναφέρεται και αυτός στα ευρήματα του Loring στο λόφο της Αγ. Τριάδας και συμφωνεί ότι εκεί ήταν το Ορεσθάσιον («Pausanias’s Description of Greece», Vol. IV, 1898, σελ. 413).
Στη συνέχεια οι H. Hitzig – H. Blumner («Pausaniae Graeciae descriptio»), ο H. Kiepert («Formae Orbis Antiqui») και πολλοί άλλοι ερευνητές συμφωνούν επίσης με τον Loring και πρόσφατα σχετικά ο Αμερικανός καθηγητής του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια W. Kendrick Pritchett («Studies in Ancient Greek Topography», Part IV (Passes), 1982), ο οποίος ασχολήθηκε διεξοδικά με όλα τα θέματα που έχουν σχέση με το Ορεσθάσιον και εκπόνησε την εξαιρετική μελέτη “Oresthasion and the Passes of mount Tsemberou”, σελ. 29–63.
Ο πρώτος βέβαια που υποστήριξε ότι το Ορεσθάσιον ήταν στην ανατολική πλευρά της Τσεμπερούς, στο υψίπεδο της Ασεατικής, ήταν ο Άγγλος περιηγητής και στρατιωτικός W.M. Leake («Peloponnesiaca», 1846, σελ. 247–248).
Αναφέρουμε ότι ένας από τους πρώτους δήμους που ιδρύθηκαν το 1834 με το Β.Δ. της 9ης(21ης)–11–1834 (ΦΕΚ 16/12–5–1835), ήταν και ο δήμος Ορεσθάσιον της Μαντινείας, που αποτελείτο από τα χωριά Πάπαρι, Μαυρογιάννη, Κουτρουμπούχι (Δάφνη), Μανιάτη, Αλίκα (Αθήναιον), Κεραστάρι και Μαρμαριά, με έδρα το Πάπαρι που ταυτίσθηκε με το Ορεσθάσιον.
Νίκος Γ. Καρύδης
(Από το βιβλίο μου "Νότια Μεγαλοπολίτις")
10. Ιερό Άρτεμης – Αφροδίσιον
Ιερό Άρτεμης
Όπως έχουμε αναφέρει, ο Άγγλος αρχαιολόγος W. Loring, το 1894 επισήμανε μαρμάρινο αρχιτεκτονικό υλικό αρχαίου ναού εντοιχισμένο στα ερείπια του εξωκλησιού Αϊ Γιαννάκης, που ήταν στο λόφο της Αγ. Τριάδας και τα αποδίδει στο ιερό της Άρτεμης του Ορεσθάσιου που αναφέρει ο Παυσανίας (Αρκαδ. 44,2). Η μελέτη του «Some Ancient Routes in the Peloponnese», δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «The Journal of Hellenic Studies», Vol. XV, London 1895, σελ. 25–89.
Παρά το ότι ο Loring είναι σαφέστατος, όπως θα δούμε παρακάτω, ο κ Γ.Α. Πίκουλας, στο βιβλίο του «Η Νότια Μεγαλοπολιτική Χώρα» (σελ. 66–69), υποστηρίζει ότι ο Loring έχει κάνει λάθος στο σχέδιό του και ότι ο Αϊ Γιαννάκης (ερειπωμένος ήδη το 1894) δεν ήταν στο λόφο της Αγ. Τριάδας Πάπαρι αλλά πρόκειται για το εξωκλήσι Αϊ Γιάννης Θεολόγος που είναι κοντά στο παρακείμενο χωριό Μαρμαριά. Κατά τον κ. Πίκουλα δηλαδή δεν υπήρχαν αρχαιότητες στο λόφο της Αγ. Τριάδας, αλλά τα ευρήματα του Loring είναι εντοιχισμένα στον Αϊ Γιάννη Θεολόγο της Μαρμαριάς, που απέχει από εκεί περίπου 1,2 χλμ., με το μοναδικό επιχείρημα ότι τώρα δεν υπάρχει άλλο εξωκλήσι του Αϊ Γιάννη από το Πάπαρι μέχρι τη Μαρμαριά.
Γράφει δε (σελ. 67) ότι ο Loring ονομάζει τον Αϊ Γιαννάκη ως «Αϊ Γιαννάκη της Μαρμαριάς» και επίσης γράφει ότι: «Η παραδοχή – αναγνώριση του λανθασμένου σχεδίου του Loring ξεκαθαρίζει τα πράγματα. Η ταύτιση του “Αϊ Γιαννάκη” του Loring με τον Αϊ Γιάννη Θεολόγο πρέπει να θεωρείται περισσότερο από βέβαιη».
Επειδή τα όσα σχετικά υποστηρίζει ο κ. Πίκουλας, όχι μόνο δεν ξεκαθαρίζουν τα πράγματα αλλά αντίθετα τα περιπλέκουν και επιφέρουν σύγχυση στους μελετητές – ερευνητές, που οδηγούνται σε άλλη τοποθεσία και σε εσφαλμένα συμπεράσματα, είναι αναγκαίο να αποσαφηνισθεί που ακριβώς ήταν ο ήδη ερειπωμένος το 1894 Αϊ Γιαννάκης που αναφέρει ο Loring και ο οποίος φυσικά δεν υπάρχει πλέον.
Εκ προοιμίου θα μας επιτραπεί να σημειώσουμε, χρησιμοποιώντας την ίδια έκφραση, ότι περισσότερο από βέβαιο είναι ότι δεν υπάρχει κανένα απολύτως λάθος του Loring.
Αρχικά επισημαίνουμε ιδιαίτερα ότι είναι ανακριβές ότι ο Loring ονομάζει τον Αϊ Γιαννάκη ως «Αϊ Γιαννάκη της Μαρμαριάς». Πουθενά δεν αναφέρεται σε Αϊ Γιαννάκη της Μαρμαριάς. Σημ.: Τα κείμενα και σχέδια του Loring είναι στη διάθεση της εφημερίδας και κάθε ενδιαφερόμενου. Αντίθετα μάλιστα, ο Loring αναφέρει (σελ. 28) ότι στην περιοχή της Μαρμαριάς δεν υπήρχαν καθόλου ίχνη της αρχαιότητας (“no traces of antiquity”), τα οποία υπήρχαν μόνο στο λόφο της Αγ. Τριάδας Πάπαρι, που απέχει περίπου 2 χλμ. από τη Μαρμαριά.
Όπως γράφει ο Loring (σελ. 29–30), στη νότια πλαγιά του λόφου αυτού ήταν το εξωκλήσι της Αγ. Τριάδας και στη βόρεια πλαγιά του ίδιου λόφου το ερειπωμένο εξωκλήσι Αϊ Γιαννάκης: «On its southern slope is a chapel, still standing, of Ag. Triada (the Holy Trinity) and on its northern slope a ruined chapel of Ag. Giannakes (St. Johnny)». Στη συνέχεια του κειμένου του περιγράφει αναλυτικά τα εντοιχισμένα ευρήματά του στον ερειπωμένο Αϊ Γιαννάκη που τα αποδίδει ότι προέρχονται από το ναό της Άρτεμης του Ορεσθάσιου ταυτίζοντας και την πόλη στο λόφο αυτό.
Εκτός από το κείμενό του, ο Loring σχεδίασε και δημοσιεύει στη σελίδα 29 τοπογραφικό σχέδιο του λόφου, μεγάλης ακρίβειας με κλίμακα σε γυάρδες που το τιτλοφορεί: «Small hill between Papari and Marmaria (Site of ORESTHASIUM)». Στο σχέδιο αυτό που παραθέτουμε, στη νότια πλαγιά (κάτω δεξιά στο σχέδιο) σημειώνει με εικονίδιο την Αγ. Τριάδα και γράφει: «CHAPEL OF AG. TRIADA (WITH SOME ANCIENT BLOCKS)». Στη βόρεια πλαγιά (πάνω αριστερά) και σε απόσταση λιγότερη από 200μ. (περίπου 200 γυάρδες) σημειώνει επίσης με εικονίδιο τον ερειπωμένο Αϊ Γιαννάκη και γράφει: «RUINED CHAPEL OF AG. GIANNAKES (WHF.RE REMAINS OF A TEMPLE WERE FOUND)».
Στο κέντρο του σχεδίου, που αποτελεί την κορυφή του λόφου, αποτυπώνει τμήματα καταλοίπων τείχους (υπάρχουν ακόμη) αδιευκρίνιστης περιόδου και γράφει: «MISCELLANEOUS REMAINS OF DOUBTFUL PERIOD». Τέλος πάνω δεξιά στο σχέδιο έχει σημειώσει με βέλος την κατεύθυνση του βορρά.
Το τοπογραφικό σχέδιο αυτό, του σπουδαίου και έγκυρου αρχαιολόγου W. Loring, που επίσης έχει σχεδιάσει και αποτυπώσει τοπογραφικά με μεγάλη ακρίβεια πρώτος αυτός το 1894 και τα οχυρά Αθήναιον (Χελμός Σκορτσινού), Αγ. Κων/νος Σελλασίας και Αγ. Κων/νος Λιανού, ο κ. Πίκουλας, όπως προαναφέραμε, το θεωρεί λανθασμένο παραβλέποντας ότι ο Loring τα ίδια περιγράφει και με το κείμενό του.
Επισημαίνουμε ιδιαίτερα ότι το ερειπωμένο εξωκλήσι Αϊ Γιαννάκης του Loring δεν ήταν μεμονωμένο κάπου μεταξύ Πάπαρι και Μαρμαριάς, αλλά στον ίδιο και μικρό λόφο μαζί με το εξωκλήσι της Αγ. Τριάδας, σε απόσταση μόλις 200μ. μεταξύ τους και κατά συνέπεια είναι αδιανόητο και ακατανόητο να υποστηρίζεται ότι το 1894 ήταν (και είναι ακόμη) κοντά στην Μαρμαριά, περίπου 1,2 χλμ. μακριά από το λόφο στον οποίο είναι το εξωκλήσι της Αγ. Τριάδας Πάπαρι.
Σημειώνουμε ότι και ο J. G. Frazer, που μόλις τρία χρόνια μετά τον Loring επισκέφθηκε και ερεύνησε την περιοχή, αναφέρει επίσης ότι το εξωκλήσι της Αγ. Τριάδας και το ερειπωμένο εξωκλήσι του Αϊ Γιαννάκη ήταν στον ίδιο λόφο μεταξύ Πάπαρι και Μαρμαριάς («Pausanias’s Description of Greece», Vol. IV, σελ. 413): «The hill, which lies just to the right of the path from Papari to Marmaria, is one of the last outlying spurs of Mt. Tsimbarou. On its southern slope is a chapel of the Holy Trinity (Hagia Triada) and on its northern slope a chapel, now in ruins, of St. John (Hagios Giannakes)».
Ερευνώντας την περιοχή απευθυνθήκαμε σε ηλικιωμένους κατοίκους του Πάπαρι, οι οποίοι μας διαβεβαίωσαν ότι πράγματι ο ερειπωμένος Αϊ Γιαννάκης ήταν στο λόφο όπου είναι και η Αγ. Τριάδα και τα «χαλάσματά» του ήταν εμφανή περίπου μέχρι τα μέσα (1950) του προηγούμενου αιώνα. Αναφέρουμε τον κ. Μπαρδαμάσκο Βαγγέλη (91 ετών το 2014) που μας συνόδευσε εκεί και μας υπέδειξε τις σχετικές τοποθεσίες. Στη φωτό του λόφου που δημοσιεύουμε, αριστερά φαίνεται η Αγ. Τριάδα και δεξιά με κόκκινο βέλος έχουμε σημειώσει τη θέση που ήταν τα ερείπια του Αϊ Γιαννάκη.
Εξαντλώντας την έρευνα για τον Αϊ Γιαννάκη απευθυνθήκαμε και στην αρμόδια Ιερά Μητρόπολη Μαντινείας και Κυνουρίας, όπου τελικά είχαμε την πιο έγκυρη πληροφόρηση που θα μπορούσε να υπάρξει, από τον ίδιο τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη κ.κ. Αλέξανδρο. Κατά ευτυχή συγκυρία ο Σεβ. Μητροπολίτης έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στο χωριό Πάπαρι, γνωρίζει από πρώτο χέρι άριστα την περιοχή και μας κατέθεσε πρόθυμα την προσωπική του μαρτυρία. Μας διαβεβαίωσε λοιπόν κατηγορηματικά ότι και ο ίδιος είχε δει τα υπολείμματα των ερειπίων του Αϊ Γιαννάκη στο λόφο της Αγ. Τριάδας και μας έδωσε και τη σημαντική πληροφορία (που επανέλαβαν οι κάτοικοι του Πάπαρι) ότι και σήμερα η συγκεκριμένη τοποθεσία του λόφου διατηρεί την ονομασία «Αϊ Γιαννάκης». Με την άδειά του, αναφέρουμε την παραπάνω μαρτυρία του και τον ευχαριστούμε θερμά.
Αφροδίσιον
Όσον αφορά το εξωκλήσι του Αϊ Γιάννη Θεολόγου της Μαρμαριάς, που είναι περίπου 800 μ. ανατολικά από τη Μαρμαριά, από την έρευνά μας προέκυψε ότι ασφαλώς δεν υπήρχε στα χρόνια του Loring (1894) αλλά ότι κτίσθηκε τα μετέπειτα χρόνια, στις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα (1920–1930).
Σημειώνουμε ότι ενώ ο Loring αναφέρει ότι στα ερείπια του Αϊ Γιαννάκη βρήκε εντοιχισμένα πολλά κομμάτια μαρμάρινου αρχιτεκτονικού υλικού και μεταξύ των άλλων, ακέραια μετόπη και τρίγλυφο δωρικής ζωφόρου αρχαίου ναού, ο κ. Πίκουλας αναφέρει και περιγράφει (σελ. 66) μόνο δύο λιθόπλινθους εντοιχισμένους στον Αϊ Γιάννη Θεολόγο της Μαρμαριάς. Επισημαίνουμε δε, ότι, όπως και ο ίδιος αναφέρει (σελ. 67), η Madeleine Jost που επισκέφθηκε και ερεύνησε τον Αϊ Γιάννη Θεολόγο γράφει (Jost REA, 246 σημ. 1) ότι δεν παρατήρησε κανένα αρχιτεκτονικό υλικό.
Περαιτέρω ο κ. Πίκουλας υποστηρίζει (σελ. 67–68), ότι στον Αϊ Γιάννη Θεολόγο ήταν κάποιος υποτιθέμενος ναός της Αφροδίτης και τον ταυτίζει με το Αφροδίσιον που παραδίδει ο Παυσανίας (Αρκαδ. 44,2), παρά το ότι ο Παυσανίας δεν αναφέρει την ύπαρξη ναού στην περιοχή του Αφροδίσιου όπως αναφέρει αμέσως μετά για την περιοχή του Αθήναιου και παρά το ότι το Αφροδίσιον ήταν επί της οδού από τις Αιμονιές προς Ασέα (στον κάμπο) και όχι 1 χλμ. μακριά προς τα δεξιά (στο βουνό).
«Την δε ευθείαν ιόντι εξ Αιμονιών Αφροδίσιον τε εστιν ονομαζόμενον και μετ’ αυτό άλλο χωρίον το Αθήναιον. Τούτου δε εν αριστερά ναός εστιν Αθηνάς και άγαλμα εν αυτώ λίθου». Δηλαδή: «Μετά τις Αιμονιές, προχωρώντας ευθεία στον δρόμο, βρίσκεται το Αφροδίσιον και στη συνέχεια άλλη περιοχή που λέγεται Αθήναιον, αριστερά από το οποίο υπάρχει ναός της Αθηνάς και μέσα σ’ αυτόν μαρμάρινο άγαλμά της».
Σημ.: Όπως έχουμε αναλύσει (βλ. «Οδός Μεγάλης Πόλης – Παλλάντιου»), η περιοχή Αφροδίσιον ήταν στην περιοχή του εξωκλησιού του Αγ. Γεωργίου που είναι ΝΔ του χωριού Αθήναιον, η δε περιοχή Αθήναιον, στα αριστερά της οποίας οδεύοντας προς την αρχαία Ασέα (Κάτω Ασέα) υπήρχε ναός της Αθηνάς και μαρμάρινο άγαλμά της, ήταν στη περιοχή του εξωκλησιού του Αγ. Παντελεήμονα που είναι ΝΑ του χωριού Αθήναιον.
Νίκος Γ. Καρύδης
(Από το βιβλίο μου «Νότια Μεγαλοπολίτις»)
11. Ορέστειον – Ορεσθάσιον
Όπως παραδίδει ο Παυσανίας (Αρκαδ. 3,1) και έχουμε αναφέρει, το Ορεσθάσιον ιδρύθηκε από τον Ορεσθέα έναν από τους γιούς του Λυκάονα που ήταν γιός του Πελασγού: «Οι δε άλλοι παίδες του Λυκάονος πόλεις ενταύθα έκτιζον ένθα εκάστω μάλιστα ήν κατά γνώμην. Πάλλας μεν και Ορεσθεύς και Φίγαλος Παλλάντιον, Ορεσθεύς δε Ορεσθάσιον, Φιγαλίαν δε οικίζει Φίγαλος».
Ο Παυσανίας παραδίδει ακόμη (Αρκαδ. 27,3) ότι το Ορεσθάσιον ήταν πόλη της Μαιναλίας χώρας και έλαβε μέρος μαζί με τις άλλες πόλεις των Μαιναλίων στη συνοίκηση της Μεγάλης Πόλης: «Αλέα Παλλάντιον Ευταία Σουμάτιον Ασέα Περαιθείς Ελισσών Ορεσθάσιον Δίπαια Λύκαια. Ταύτας μεν εκ Μαινάλου».
Αλλά και ο Θουκυδίδης (Ιστορ. Ε΄ 64), αναφερόμενος στους Σπαρτιάτες που προχωρώντας προς την Τεγέα το 418 π.Χ. στάθμευσαν και ανασυντάχθηκαν στο Ορέσθειον (Ορεσθάσιον), ρητά παραδίδει ότι ήταν πόλη της Μαιναλίας χώρας: «Εχώρουν δε ες Ορέσθειον της Μαιναλίας».
Παρά τα παραπάνω που παραδίδουν οι αρχαίες πηγές, ο κ. Γ.Α. Πίκουλας («Η Νότια Μεγαλοπολιτική Χώρα», σελ. 107–112) υποστηρίζει ότι το Ορεσθάσιον / Ορέσθειον της Μαιναλίας χώρας, που οικίστηκε από τον Ορεσθέα το γιό του Λυκάονα που ήταν γιός του Πελασγού, είναι η ίδια πόλη με το Ορέστειον της Παρρασίας χώρας, που οικίστηκε από τον Ορέστη το γιό του Αγαμέμνονα του βασιλιά των Μυκηνών.
Ας δούμε όμως τι παραδίδουν οι αρχαίες πηγές για το Ορέστειον και την παρουσία του Ορέστη στην Παρρασία χώρα, στον κάμπο της Μεγαλόπολης, αφού θυμίσουμε ότι ο Ορέστης σκότωσε τη μητέρα του Κλυταιμήστρα και τον εραστή της Αίγισθο για να εκδικηθεί το φόνο, από αυτούς, του πατέρα του βασιλιά Αγαμέμνονα (συζύγου της Κλυταιμήστρας):
– Ο Ευριπίδης (5ος αι. π.Χ.) στην τραγωδία του «Ορέστης» (στίχοι 1643–1647), μετά τη μητροκτονία, εμφανίζει το θεό Απόλλωνα να δίνει εντολή στον Ορέστη, μεταξύ των άλλων, να αφήσει τα σύνορα της χώρας (Αργολίδας) και να κατοικήσει για ένα χρόνο στον κάμπο της Παρρασίας. Ο τόπος εκεί θα πάρει το όνομα του Ορέστη από τη φυγή του και θα τον λένε οι Αζάνες και οι Αρκάδες Ορέστειον.
«(…). Σε δ’ αυ χρεών,
Ορέστα, γαίας τήσδ’ υπερβαλόνθ’ όρους
Παρράσιον οικείν δάπεδον ενιαυτού κύκλον.
Κεκλήσεται δε σης φυγής επώνυμον
Αζάσιν Αρκάσιν τ’ Ορέστειον καλείν».
– Στη δε τραγωδία του «Ηλέκτρα» (στίχοι 1273–1275), ο Ευριπίδης εμφανίζει τους Διόσκουρους Κάστορα και Πολυδεύκη, που ήταν αδέλφια της Κλυταιμήστρας, να λένε στον Ορέστη ότι όπως όρισαν γι’ αυτόν ο Δίας και η Μοίρα πρέπει να κατοικήσει σε Αρκαδική πόλη στις ροές του Αλφειού κοντά στο Λύκαιο όρος και η πόλη αυτή θα πάρει το όνομά της από το δικό του.
«Σε δ’ Αρκάδων χρη πόλιν επ’ Αλφειού ροαίς
οικείν Λυκαίου πλησίον σηκώματος.
Επώνυμος δε σου πόλις κεκλήσεται».
Όπως λοιπόν παραδίδει ο Ευρυπίδης στις τραγωδίες του «Ορέστης» και «Ηλέκτρα», ο μητροκτόνος Ορέστης έλαβε εντολή από τους θεούς να φύγει από την Αργολίδα και να κατοικήσει στην Παρρασία χώρα της Αρκαδίας, στον κάμπο της Μεγαλόπολης («Παρράσιον δάπεδον») στις ροές του Αλφειού («επ’ Αλφειού ροαίς») κοντά στο Λύκαιο όρος («Λυκαίου πλησίον σηκώματος»), όπου η πόλη και ο τόπος εκεί θα πάρουν το όνομά του και θα λέγονται Ορέστειον.
– Ο αρχαίος σχολιαστής του Ευριπίδη (απόσπασμα FGrHist 3 F 135) διασώζει χωρίο του Φερεκύδη του Αθηναίου (5ος αι. π.Χ.) που αναφέρεται στους παραπάνω στίχους 1645–1647 της τραγωδίας «Ορέστης». (Βλ.: Felix Jacoby, «Die Fragmente der griechischen Historicer» καθώς και: Robert L. Fowler, «Early Greek Mythography», Vol. 1, σελ. 346, Oxford University Press 2000 κ.ά.).
Ο Φερεκύδης ιστορεί ότι οι Ερινύες (σημ.: οι ανελέητες φοβερές σκοτεινές σκυλομάτες θεές με τα φρικτά τους φίδια) καταδιώκουν τον Ορέστη ο οποίος καταφεύγει στο ιερό της Άρτεμης, ικέτης στο βωμό της. Οι δε Ερινύες έρχονται εναντίον του θέλοντας να τον θανατώσουν, αλλά η Άρτεμη τις εμποδίζει. Γι’ αυτό και η πόλη αυτή Ορέστειον ονομάζεται από τον Ορέστη. «Ο δε Φερεκύδης (ιστορεί), ότι και έπειτα τον Ορέστην αι Ερινύες διώκουσιν, ο δε καταφεύγει εις το ιερόν της Αρτέμιδος και ίζει ικέτης προς τω βωμώ. Αι δε Ερινύες έρχονται επ’ αυτόν θέλουσαι αποκτείναι. Και ερύκει αυτάς η Άρτεμις. Εξ ου και η πόλις αύτη Ορέστειον καλείται από Ορέστου».
Και συνεχίζοντας ο Φερεκύδης, επιβεβαιώνοντας τον Ευριπίδη, παραδίδει ρητά ότι το Ορέστειον που πήρε το όνομά του από τον Ορέστη είναι πόλη της Παρρασίας χώρας. «Το δε Ορέστειον της Παρρασίας κεχώρισται και αύτη πόλις ούσα της Αρκαδίας κληθείσα από Ορέστου».
Ο σχολιαστής ακόμη αναφέρει (FGrHist 12 F 25) ότι ο Ασκληπιάδης ο Τραγίλος ιστορεί πως ο Ορέστης πέθανε στο Ορέστειον από δάγκωμα φιδιού. «Ο δε Ασκληπιάδης ιστορεί υπό όφεως δηχθέντα αυτόν εκεί τελευτήσαι».
– Ο Παυσανίας (Αρκαδ. 34,1–3) περιγράφοντας το δρόμο από τη Μεγάλη Πόλη προς τη Μεσσήνη παραδίδει (σε μετάφραση εκδόσ. «Κάκτος»): «Εφτά στάδια μετά τη Μεγαλόπολη στο δρόμο για τη Μεσσήνη, στ’ αριστερά της λεωφόρου, υπάρχει ιερό των θεών. Οι θεές ονομάζονται Μανίες και το ίδιο και η περιοχή γύρω από το ιερό. Νομίζω ότι πρόκειται για την επίκληση των Ευμενίδων και λένε ότι εδώ ο Ορέστης καταλήφθηκε από μανία εξαιτίας του φόνου της μητέρας του. (Σημ.: Ευμενίδες αποκαλούνταν κατ’ ευφημισμό οι φοβερές Ερινύες).
Κοντά στο ιερό υπάρχει μικρό ανάχωμα, πάνω στο οποίο είναι τοποθετημένο λίθινο δάχτυλο, γι’ αυτό και το ανάχωμα ονομάζεται Δακτύλου μνήμα. Λένε ότι ο Ορέστης πάνω στη μανία του έφαγε το δάχτυλο του αριστερού του χεριού. Αμέσως μετά υπάρχει ένα άλλο μέρος που λέγεται Άκη [θεραπεία], επειδή εδώ ο Ορέστης θεραπεύτηκε από την αρρώστια. Σ’ αυτό το μέρος υπάρχει επίσης ιερό των Ευμενίδων.
Όταν οι θεές επρόκειτο να τρελάνουν τον Ορέστη, λένε ότι εμφανίστηκαν μπροστά του ως μαύρες φιγούρες. Ο Ορέστης έφαγε το δάχτυλό του και αυτές ξαφνικά έγιναν άσπρες. Αυτός μόλις τις είδε γαλήνεψε. Τότε πρόσφερε εναγισμούς στις μαύρες, για να απομακρύνει την οργή τους και στη συνέχεια θυσίασε στις λευκές θεές. Συνηθίζουν να θυσιάζουν σ’ αυτές και μαζί στις Χάριτες. Κοντά στην Άκη υπάρχει και ιερό που ονομάζεται Κουρείο. Το λένε έτσι επειδή ο Ορέστης, όταν ήρθε στα λογικά του, έκοψε εδώ τα μαλλιά του». (Σημ.: Το κούρεμα των μαλλιών ήταν για τους αρχαίους ένδειξη πένθους).
Ο Παυσανίας λοιπόν που περιηγήθηκε την περιοχή τον 2ο αι. μ.Χ., επαληθεύει τους Ευριπίδη και Φερεκύδη (5ος π.Χ.) και τεκμηριώνει την παρουσία του Ορέστη στον κάμπο της Μεγαλόπολης (σημ.: στο «Παρράσιον δάπεδον»), καθώς εκεί βρήκε και περιγράφει τα ιερά και τις τοποθεσίες που σχετίζονται με τον Ορέστη.
– Ο Στέφανος Βυζάντιος (6ος μ.Χ.), σε διάφορα σχετικά με τον Ορέστη λήμματά του, αναφέρει τα εξής:
«Μεγάλη πόλις, πόλις Αρκαδίας, ην συνώκισαν άνδρες Αρκάδες μετά τα Λευτρικά. Εκαλείτο δε κατά το ήμισυ μέρος Ορεστία, από της του Ορέστου παρουσίας. Οι δε πολίται Ορέστιοι και Μεγαλοπολίται».
«Ορεστία… έστι και άλλη εν Αρκαδία Ορεστία ην Ευδαίμων και Ώρος δια της διφθόγγου γράφουσι, την Ορέστειον».
«Ορέσται… αυτός δε υπό εχίδνης δηχθείς θνήσκει εις χωρίον της Αρκαδίας, το λεγόμενον Ορέστειον. Λέγεται και θηλυκόν Ορεστίς και Ορεστιάς».
Και ο Στέφανος Βυζάντιος λοιπόν επιβεβαιώνει την παρουσία του Ορέστη στον κάμπο της Μεγαλόπολης, στο Ορέστειον (ή Ορεστίς ή Ορεστιάς ή Ορεστία) όπου και πέθανε εκεί από δάγκωμα οχιάς. Όπως μάλιστα παραδίδει ο Στέφανος Βυζάντιος, η μισή Μεγάλη Πόλη (το νότιο τμήμα της στην αριστερή όχθη του Ελισσώνα όπου και το αρχαίο θέατρο) λεγόταν Ορεστία από τον Ορέστη και οι κάτοικοί της εκτός από Μεγαλοπολίτες λέγονταν και Ορέστιοι.
Το Υπουργείο Πολιτισμού, με την ηλεκτρονική έκδοσή του «2000–2010 Από το ανασκαφικό έργο των Εφορειών Αρχαιοτήτων» Αθήνα 2012 (βλ. www.culture.gr), παρουσιάζει το ανασκαφικό έργο των υπηρεσιών του σε όλη την Ελλάδα κατά τη δεκαετία 2000 – 2010.
Στο νομό Αρκαδίας, μεταξύ των άλλων, γίνεται αναφορά και στα αρχαιολογικά ευρήματα των σωστικών ανασκαφών που έγιναν από την Αρχαιολογική Υπηρεσία Τρίπολης (ΛΘ΄ ΕΠΚΑ) στη θέση «Ποτιστικά» ΒΑ του χωριού Περιβόλια, στην υπό κατασκευή συνδετήρια οδό με τη Μεγαλόπολη του νέου αυτοκινητόδρομου Τρίπολη – Καλαμάτα. Όπως δημοσιεύεται (σελ. 126–127), στην περιοχή «Ποτιστικά» ήλθαν σταδιακά στο φως τμήματα οικοδομικών νησίδων που ορίζονται από καλοσχηματισμένους κάθετους και οριζόντιους λιθοστρωμένους δρόμους και αποκαλύφθηκε αρχαία πόλη με οργανωμένο πολεοδομικό σύστημα. Η κεραμική χρονολογείται στα γεωμετρικά, αρχαϊκά και κλασικά χρόνια και ειδικότερα από τον 8ο μέχρι τον 4ο π.Χ. αιώνα.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα παρουσίασε ο αρχαιολόγος της ΛΘ΄ ΕΠΚΑ Σταμάτης Φριτζίλας, που ήταν υπεύθυνος των ανασκαφών αυτών, στο Διεθνές Συνέδριο που έγινε στην Τρίπολη το Νοέμβριο του 2012 με θέμα «Το αρχαιολογικό έργο στην Πελοπόννησο». Τα Πρακτικά του Συνεδρίου δεν έχουν ακόμη δημοσιευθεί ώστε να έχουμε τη δυνατότητα να γνωρίζουμε τα όσα ανακοινώθηκαν για να αναφερθούμε σχετικά. Όπως όμως έχουμε πληροφορηθεί αρμοδίως από τον κ. Φριτζίλα, η αρχαιολογική σκαπάνη, εκτός των άλλων, αποκάλυψε και πολύτιμα επιγραφικά ευρήματα που αναφέρονται στον Ορέστη και ταυτοποιούν την αρχαία πόλη αυτή με το Ορέστειον που οικίσθηκε από τον Ορέστη το γιο του Αγαμέμνονα.
Η ανακάλυψη αυτή είναι πολύ σημαντική καθώς επαληθεύει τις αρχαίες πηγές (Ευριπίδη, Φερεκύδη, Ασκληπιάδη, Παυσανία, Στέφ. Βυζάντιο) και τεκμηριώνει αδιαμφισβήτητα την παρουσία του Ορέστη, μετά τη μητροκτονία, στην περιοχή (όπου και πέθανε από δάγκωμα φιδιού) και τη μετέπειτα ηρωολατρεία του.
Η θέση του Ορέστειου στα «Ποτιστικά» ΒΑ από τα Περιβόλια συμφωνεί απόλυτα με όλα όσα παραδίδουν οι αρχαίες πηγές. Η περιοχή αυτή ήταν περιοχή της αρχαίας Παρρασίας χώρας στην οποία βρισκόταν και το Ορέστειον («Ορέστειον της Παρρασίας»), στον κάμπο της Μεγαλόπολης («Παρράσιον δάπεδον»), στις ροές του Αλφειού («επ’ Αλφειού ροαίς») κοντά στο Λύκαιο όρος («Λυκαίου πλησίον σηκώματος»), όπως παραδίδουν για τη θέση του Ορέστειου ο Ευριπίδης και ο Φερεκύδης.
Η Παρρασία χώρα δεν περιοριζόταν στο ανατολικό τμήμα του Λυκαίου όρους, στις ανατολικές υπώρειές του και χαμηλά μέχρι και δυτικά του τμήματος του Αλφειού από το χωριό Τριπόταμο προς την Καρύταινα. Όπως παραδίδει ο Θουκυδίδης (Ιστοριών Ε΄ 33) και έχουμε αναλύσει στο άρθρο «ΣΚΙΡΙΤΙΣ», η Παρρασία εκτεινόταν προς τα ανατολικά και συνόρευε με τη Σκιρίτιδα (που ήταν τμήμα της ευρύτερης Αιγύτιδας) η οποία ανήκε στη Λακωνική επικράτεια. Τα ακριβή όρια της Παρρασίας (Αρκαδίας) με τη Σκιρίτιδα (Λακωνία), όπως επίσης παραδίδει ο Θουκυδίδης (Ιστοριών Ε΄ 54), ήταν στο ύψος της περιοχής του Λεύκτρου (Λεονταρίου). Φυσικό όριο ήταν το τμήμα του Αλφειού που κατέρχεται από την Τσεμπερού μεταξύ των χωριών Ραψομμάτη και Ανεμοδούρι μέχρι χαμηλά του Λεονταρίου, το οποίο οι χωρικοί (κυρίως οι παλαιότεροι) στο ύψος του χωριού Ρούτσι αποκαλούν Γουδάνη.
Κατά συνέπεια ο κάμπος της Μεγαλόπολης (που άλλωστε ο Ευριπίδης αποκαλεί «Παρράσιον δάπεδον») και η περιοχή των χωριών Περιβόλια και Ραψομμάτη μέχρι τον Αλφειό (Γουδάνη) δυτικά από το Ρούτσι ήταν Παρρασία χώρα.
Δυτικότερα από τα Περιβόλια και το Ορέστειον ήταν οι τοποθεσίες και τα ιερά που σχετίζονται με τον Ορέστη και τη λατρεία του και περιγράφει ο Παυσανίας με το κείμενό του (Αρκαδ. 34) που παραθέσαμε στο προηγούμενο άρθρο μας, ήτοι η περιοχή και το ιερό των Μανιών (Ερινύων), η περιοχή Άκη (θεραπεία) και το ιερό των Ευμενίδων, το ιερό Κουρείον και του Δακτύλου το μνήμα.
Όπως παραδίδει ο Παυσανίας, οι τοποθεσίες και τα ιερά αυτά ήταν στα αριστερά του δρόμου από τη Μεγάλη Πόλη για τη Μεσσήνη, εφτά στάδια μετά τη Μεγάλη Πόλη («Εκ δε Μεγάλης πόλεως ιόντι ες Μεσσήνην και σταδίους μάλιστα προελθόντι επτά, εστίν εν αριστερά της λεωφόρου θεών ιερόν. Καλούσι δε και αυτάς τας θεάς και την χώραν την περί το ιερόν Μανίας…») και σε απόσταση περίπου δέκα πέντε σταδίων από τον Αλφειό στο σημείο που χύνεται σε αυτόν ο Γαθεάτας («Εκ Μανιών δε οδός επί τον Αλφειόν εστίν όσον πέντε σταδίων και δέκα. Κατά τούτο Γαθεάτας ποταμός εκδίδωσιν ες τον Αλφειόν…»).
Μετρώντας αφενός εφτά στάδια (1.295μ.) ευθεία προς τα νότια, από το βόρειο άκρο περίπου της σημερινής Μεγαλόπολης που ήταν το νότιο άκρο της αρχαίας πόλης και αφετέρου δέκα πέντε περίπου στάδια (2.775μ.) προς τα βόρεια, από το σημείο που χύνεται ο Γαθεάτας/Ξερίλας στον Αλφειό ανατολικά του Τριπόταμου, βρίσκουμε το σημείο στα αριστερά/ανατολικά του οποίου οδεύοντας από τη Μεγάλη Πόλη ήταν οι τοποθεσίες και τα ιερά. Το σημείο αυτό είναι στο ύψος του επαρχιακού δρόμου που από τα Περιβόλια οδηγεί στη Μεγαλόπολη, δυτικότερα από τον κόμβο με την παλαιά Εθνική Οδό Τρίπολης – Καλαμάτας και την είσοδο προς τη Μεγαλόπολη, στο νότιο άκρο της πόλης μετά τα τελευταία κτίσματα.
Κατά συνέπεια, οι τοποθεσίες και τα ιερά της λατρείας του Ορέστη ήταν αμέσως δυτικά από την παλαιά Εθνική Οδό Τρίπολης – Καλαμάτας στο ύψος του κόμβου της εισόδου προς τη Μεγαλόπολη, δεδομένου ότι, όπως παραδίδει ο Παυσανίας και προαναφέραμε, ήταν στα αριστερά του δρόμου οδεύοντας από τη Μεγάλη Πόλη προς τη Μεσσήνη, δηλαδή ανατολικά προς τα Περιβόλια.
Λίγο ανατολικότερα, έξω από τα Περιβόλια, στη δεξιά πλευρά του δρόμου από τα Περιβόλια προς τη Μεγαλόπολη είναι το νεκροταφείο του χωριού και η κοιμητηριακή εκκλησία Αγ. Μαρίνα. Όπως είναι γνωστό, η εκκλησία αυτή είναι διαπιστωμένα χτισμένη στη θέση αρχαίου Δωρικού ναού που πρώτος επισήμανε ο Άγγλος αρχαιολόγος William Gell και κατέγραψε τα αρχαιολογικά κατάλοιπά του στο βιβλίο “Itinerary of the Morea”, 1817, σελ. 97. Τον ακολουθούν ο Edward Dodwell, “A Classical and Topographical Tour through Greece”, Vol. II, 1819, σελ. 376-377, ο Ludwig Ross, “Reisen und Reiserouten durch Griechenland”, 1841, σελ. 84, ο William Loring, “The Journal of Hellenic Studies”, Vol. XV, 1895, σελ. 31, ο J.G. Frazer, “Pausanias’s Description of Greece”, Vol. IV, 1898, σελ. 412 και άλλοι.
Πιθανότατα ο αρχαίος ναός αυτός πρόκειται για το ιερό της Άρτεμης στο οποίο, όπως παραδίδει ο Φερεκύδης (FGrHist 3 F 135), κατέφυγε ο μητροκτόνος Ορέστης ικέτης στο βωμό του καταδιωκόμενος από τις φοβερές Ερινύες που ήθελαν να τον θανατώσουν και η Άρτεμη τις εμπόδισε. Γι’ αυτό, συνεχίζει ο Φερεκύδης, και η πόλη αυτή (σημ.: που αποκαλύφθηκε στην παρακείμενη τοποθεσία «Ποτιστικά») Ορέστειον ονομάζεται από τον Ορέστη («…Εξ ου και η πόλις αύτη Ορέστειον καλείται από Ορέστου»).
Όπως λοιπόν προκύπτει από τις αρχαίες πηγές και τα αρχαιολογικά ευρήματα, στην περιοχή του χωριού Περιβόλια ήταν η πόλη Ορέστειον και το ιερό της Άρτεμης στο οποίο κατέφυγε ο Ορέστης και ευθεία δυτικότερα οι τοποθεσίες και τα ιερά της μετέπειτα ηρωολατρείας του.
Ορισμένοι, παρά τα όσα παραδίδουν οι αρχαίες πηγές, ακολουθώντας τον κ. Γ.Α. Πίκουλα θεωρούν ότι το Ορέστειον είναι η ίδια πόλη με το Ορεσθάσιον και έτσι τοποθετούν τώρα το Ορεσθάσιον στα Περιβόλια, εκεί που ανακαλύφθηκε το Ορέστειον απορρίπτοντας το Ανεμοδούρι που το τοποθετεί ο κ. Πίκουλας.
Το Ορεσθάσιον βέβαια, όπως έχουμε αναλύσει σύμφωνα με όσα παραδίδουν οι αρχαίες πηγές, ήταν στο υψίπεδο της Ασεατικής στη Μαιναλία χώρα, στις απολήξεις της Τσεμπερούς μεταξύ Πάπαρι και Μαρμαριάς και όχι ασφαλώς στο Ανεμοδούρι που ήταν Σκιρίτιδα και ανήκε στη Λακωνική επικράτεια ή στα Περιβόλια που ήταν Παρρασία χώρα.
Το Ορεσθάσιον / Ορέσθειον ήταν πόλη της Μαιναλίας χώρας που οικίστηκε από τον Ορεσθέα (ο Ορεσθεύς) το γιο του Λυκάονα, ενώ το Ορέστειον ήταν πόλη της Παρρασίας χώρας που οικίσθηκε από τον Ορέστη το γιο του Αγαμέμνονα. Επισημαίνεται ότι ο Θουκυδίδης, που παραδίδει ότι το Ορεσθάσιον / Ορέσθειον ήταν πόλη της Μαιναλίας και οι Ευριπίδης και Φερεκύδης, που παραδίδουν ότι το Ορέστειον ήταν πόλη της Παρρασίας, ήταν σύγχρονοι. Και οι τρεις έζησαν και έγραψαν τον 5ο π.Χ. αιώνα. Εάν λοιπόν επρόκειτο για την ίδια πόλη, είναι αδύνατον να βρισκόταν την ίδια χρονική περίοδο ταυτόχρονα σε δύο διαφορετικές χώρες, δηλαδή και στη Μαιναλία και στην Παρρασία χώρα!
Το BA τμήμα του κάμπου της Μεγαλόπολης από τα Περιβόλια μέχρι τον ποταμό Ελισσώνα, η Ορεσθίς όπως αποκαλεί την περιοχή αυτή ο Θουκυδίδης (Ιστορ. Δ΄ 134), ήταν η περιοχή της Παρρασίας που κατοίκησε και λατρεύτηκε ο Ορέστης και δεν έχει καμιά σχέση με τον Ορεσθέα, το Ορεσθάσιον και τη Μαιναλία χώρα, η οποία ήταν ανατολικά της Τσεμπερούς από το υψίπεδο της Ασεατικής και βορειότερα. Στο νότιο τμήμα της περιοχής αυτής (της Ορεσθίδος) ήταν η πόλη Ορέστειον (ή Ορεστίς ή Ορεστιάς ή Ορεστία) του Ορέστη και τα ιερά της λατρείας του, στο δε βόρειο τμήμα της μέχρι τον Ελισσώνα εκτεινόταν το μισό/νότιο τμήμα της Μεγάλης Πόλης, το οποίο, όπως παραδίδει ο Στεφ. Βυζάντιος, λεγόταν Ορεστία από την παρουσία του Ορέστη και οι κάτοικοι εκτός από Μεγαλοπολίτες λέγονταν και Ορέστιοι. «Μεγάλη Πόλις, πόλις Αρκαδίας, ην συνώκισαν άνδρες Αρκάδες μετά τα Λευκτρικά. Εκαλείτο δε κατά το ήμισυ μέρος Ορεστία, από της του Ορέστου παρουσίας. Οι δε πολίται Ορέστιοι και Μεγαλοπολίται».
Όπως έχουμε αναφέρει, ο διακεκριμένος Αμερικανός καθηγητής του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια W. Kendrick Pritchett ασχολήθηκε διεξοδικά με όλα τα θέματα που έχουν σχέση με το Ορεσθάσιον και εκπόνησε την εξαιρετική μελέτη “Oresthasion and the Passes of mount Tsemberou”, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «Studies in Ancient Greek Topography», Part IV (Passes), 1982, σελ. 29–63. Το Ορεσθάσιον της Μαιναλίας χώρας, που το ταυτίζει στην Αγία Τριάδα Πάπαρι συμφωνώντας με τους W. Loring, J.G. Frazer και πολλούς άλλους, το διαχωρίζει βέβαια από το Ορέστειον της Παρρασίας και, μεταξύ των πολλών άλλων, γράφει χαρακτηριστικά (σελ. 44) ότι το Ορεσθάσιον δεν έχει καμιά σχέση με την Παρρασία χώρα ή το τμήμα της Παρρασίας που ονομαζόταν Ορεσθίς: “Oresthasion, then, was neither in Parrhasia nor in that part of Parrhasia known as Oresthis”.
Τέλος θυμίζουμε ότι το Ορεσθάσιον ήταν στην πορεία της κύριας στρατιωτικής αμαξήλατης οδού της Σπάρτης προς την Τεγέα.
Εάν το Ορεσθάσιον ήταν στα Περιβόλια, έπρεπε οι Σπαρτιάτες για να μεταβούν από τις πηγές του Ευρώτα στην Ασεατική να μην ακολουθούσαν την ομαλή, απρόσκοπτη και σύντομη διαδρομή που οδηγεί κατ’ ευθείαν στην Ασεατική, περίπου στην ίδια πορεία με το σημερινό αλλά και διαχρονικό δρόμο Λακωνική – Σκορτσινού – Πάπαρι – Ασέα. Οι Σπαρτιάτες, συνεχίζοντας για πολλά ακόμη χιλιόμετρα ακολουθώντας τεθλασμένη πορεία, έπρεπε να φθάσουν στα Περιβόλια και από εκεί, για να ανέβουν στο υψίπεδο της Ασεατικής και να συνεχίσουν ανατολικά προς Ασέα – Τεγέα, έπρεπε τα στρατεύματα και τα άρματά τους να «σκαρφαλώσουν» στα απότομα υψώματα της περιοχής. (Σημ.: Στην αρχαιότητα βέβαια δεν υπήρχε η μήκους 1.300μ. σήραγγα Ραψομμάτη).
Κατά συνέπεια μια τέτοια διαδρομή των Σπαρτιατικών στρατευμάτων από τη Σπάρτη στην Τεγέα, μέσω Περιβολίων, είναι ασφαλώς αδιανόητη και εντελώς παράλογη.
Νίκος Γ. Καρύδης
(Από το βιβλίο μου «Νότια Μεγαλοπολίτις»)
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “ΝΕΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ” Μπουμπουλίνας 26 - Δάφνη, Τηλ. 210-9311183, κιν. 6944-454439. E-mail: [email protected].
Θα το βρείτε στα βιβλιοπωλεία “ΔΕΓΡΑΣ” και “ΕΠΙΛΟΓΗ” στη Μεγαλόπολη, “ΏΡΑ” στην Τρίπολη και “ΦΡΑΓΚΙΟΥΔΑΚΗ” στην Ηλιούπολη.